νέα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νέα''': ἡ [[νέωμα]], κοινῶς «νειάμα», [[μέρος]] χέρσου γῆς καλλιεργηθὲν διὰ πρώτην φορὰν καὶ ἀφεθὲν ἀργὸν ἐπί τινα χρόνον [[ὅπως]] καλλιεργηθῇ [[πάλιν]] πρὸς σποράν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3, 15.
|lstext='''νέα''': ἡ [[νέωμα]], κοινῶς «νειάμα», [[μέρος]] χέρσου γῆς καλλιεργηθὲν διὰ πρώτην φορὰν καὶ ἀφεθὲν ἀργὸν ἐπί τινα χρόνον [[ὅπως]] καλλιεργηθῇ [[πάλιν]] πρὸς σποράν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3, 15.
}}
{{bailly
|btext=<i>acc. de</i> [[ναῦς]];<br /><i>fém. de</i> [[νέος]];<br /><i>neutre pl. de</i> [[νέος]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέα Medium diacritics: νέα Low diacritics: νέα Capitals: ΝΕΑ
Transliteration A: néa Transliteration B: nea Transliteration C: nea Beta Code: ne/a

English (LSJ)

Ion. acc. of ναῦς.    II v. νειός.

Greek (Liddell-Scott)

νέα: ἡ νέωμα, κοινῶς «νειάμα», μέρος χέρσου γῆς καλλιεργηθὲν διὰ πρώτην φορὰν καὶ ἀφεθὲν ἀργὸν ἐπί τινα χρόνον ὅπως καλλιεργηθῇ πάλιν πρὸς σποράν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

acc. de ναῦς;
fém. de νέος;
neutre pl. de νέος.