διεξοδικός: Difference between revisions
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεξοδικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς διέξοδον ἢ ἔξοδον, τὸ δ., τὸ [[μέρος]] τοῦ σώματος, δι’ οὗ ἐξέρχονται τὰ περιττώματα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 13, 2. ΙΙ. [[ἐκτενής]], [[λεπτομερής]], [[μακρός]], [[ἱστορία]] Πλούτ. Φαβ. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκτενῶς, λεπτομερῶς, Γαλην. 12, 154. | |lstext='''διεξοδικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς διέξοδον ἢ ἔξοδον, τὸ δ., τὸ [[μέρος]] τοῦ σώματος, δι’ οὗ ἐξέρχονται τὰ περιττώματα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 13, 2. ΙΙ. [[ἐκτενής]], [[λεπτομερής]], [[μακρός]], [[ἱστορία]] Πλούτ. Φαβ. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκτενῶς, λεπτομερῶς, Γαλην. 12, 154. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />étendu, développé (récit).<br />'''Étymologie:''' [[διέξοδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for going through: τὸ δ. fundament, Arist. HA493a23. 2 Math., produced by traversing, of loci (e.g. line by point or surface by line), Papp.662.2. II detailed, λόγος Plb.12.25b4; ἱστορία Plu.Fab.16. Adv. -κῶς in detail, δ. ἀποκρίνεσθαι, of an answer involving a statement (opp. 'yes' or 'no'), Stoic. 2.62, etc.: Comp., J.BJ Prooem.6, Phlp. in GA101.36; verbatim, ἀναγραφῆναι SIG694.38 (Pergam., ii B. C.); also, by discursive reasoning, Ammon. in APr.25.2; opp. συμβολικῶς, Porph.VP36.
German (Pape)
[Seite 620] ή, όν, 1) zum Ausgang gehörig; τὸ δ., der Theil, durch den die Excremente abgehen, Arist. H. A. 1, 13. – 2) ausführlich, ἱστορία Plut. Fab. 16, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεξοδικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς διέξοδον ἢ ἔξοδον, τὸ δ., τὸ μέρος τοῦ σώματος, δι’ οὗ ἐξέρχονται τὰ περιττώματα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 13, 2. ΙΙ. ἐκτενής, λεπτομερής, μακρός, ἱστορία Πλούτ. Φαβ. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκτενῶς, λεπτομερῶς, Γαλην. 12, 154.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
étendu, développé (récit).
Étymologie: διέξοδος.