ἀποσκέπτομαι: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσκέπτομαι''': ἄχρ. ἀποθ., ἐξ οὗ τὸ ἀποσκέψομαι μέλλ. τοῦ [[ἀποσκοπέω]]: ― ῥηματ. ἐπίθ. ἀποσκεπτέον, [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 7. | |lstext='''ἀποσκέπτομαι''': ἄχρ. ἀποθ., ἐξ οὗ τὸ ἀποσκέψομαι μέλλ. τοῦ [[ἀποσκοπέω]]: ― ῥηματ. ἐπίθ. ἀποσκεπτέον, [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>fut.</i> ἀποσκέψομαι;<br />observer de loin <i>ou</i> d’en haut ; observer, examiner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκέπτομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
not found in pres. (v. ἀποσκοπέὠ,) fut. ἀποσκέψομαι. aor. ἀπεσκεψάμην:—
A examine, Plu.3.582d, ἔς τι Hp.Mul.1.11.
German (Pape)
[Seite 324] = ἀποσκοπέω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκέπτομαι: ἄχρ. ἀποθ., ἐξ οὗ τὸ ἀποσκέψομαι μέλλ. τοῦ ἀποσκοπέω: ― ῥηματ. ἐπίθ. ἀποσκεπτέον, πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
fut. ἀποσκέψομαι;
observer de loin ou d’en haut ; observer, examiner, acc..
Étymologie: ἀπό, σκέπτομαι.