εὔδμητος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔδμητος''': Δωρ. -δμᾱτος, ον, [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, [[βωμός]], [[πύργος]], [[πόλις]] Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, ἐΰδμητος, πλὴν ἐν Ὀδ. Υ. 302, ὁ δ’ εὔδμητον [[βάλε]] τοῖχον.
|lstext='''εὔδμητος''': Δωρ. -δμᾱτος, ον, [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, [[βωμός]], [[πύργος]], [[πόλις]] Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, ἐΰδμητος, πλὴν ἐν Ὀδ. Υ. 302, ὁ δ’ εὔδμητον [[βάλε]] τοῖχον.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien construit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δέμω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδμητος Medium diacritics: εὔδμητος Low diacritics: εύδμητος Capitals: ΕΥΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: eúdmētos Transliteration B: eudmētos Transliteration C: eydmitos Beta Code: eu)/dmhtos

English (LSJ)

Dor. εὔ-δμᾱτος, ον,

   A well-built, βωμός Il.1.448; πύργοι Hes.Sc.242; κολώνα Pi.P.12.3; ἀγυιαί A.R.1.317. (Always in Ep. form ἐΰδμ-, exc. in Od.20.302 ὁ δ' εὔδμητον βάλε τοῖχον.)

German (Pape)

[Seite 1062] ep. ἐΰδμητος (nur Od. 20, 302 die gew. Form), schön gebaut; πύργοι Il. 12, 154; Hes. Sc. 242; βωμός Il. 1, 448; πόλις 21, 516; τοῖχος Od. 22, 126; κολώνα Pind. P. 12, 3; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 317.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδμητος: Δωρ. -δμᾱτος, ον, καλῶς ᾠκοδομημένος, βωμός, πύργος, πόλις Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, ἐΰδμητος, πλὴν ἐν Ὀδ. Υ. 302, ὁ δ’ εὔδμητον βάλε τοῖχον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien construit.
Étymologie: εὖ, δέμω.