ἐπιβατός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβᾰτός''': -ή, -όν, (Δίων Κ. 42. 44), ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[εὐπρόσιτος]], Ἡρόδ. 4. 62· ἐξ ἧς ἐπιβατὸν… τοῖς [[τότε]] ἐγίγνετο πορευομένοις, ὑπῆρχε [[δίοδος]] δι’ αὐτούς, Πλάτ. Τίμ. 24Ε:- μεταφ., χρυσίῳ ἐπ., ὃν δύναταί τις νὰ πείσῃ διὰ δώρων, Πλουτ. Δημοσθ. 14.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιβατόν· ὁδευομένην» καὶ «[[ἐπιβατός]]· [[λεῖος]], [[ὁμαλός]]».
|lstext='''ἐπιβᾰτός''': -ή, -όν, (Δίων Κ. 42. 44), ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[εὐπρόσιτος]], Ἡρόδ. 4. 62· ἐξ ἧς ἐπιβατὸν… τοῖς [[τότε]] ἐγίγνετο πορευομένοις, ὑπῆρχε [[δίοδος]] δι’ αὐτούς, Πλάτ. Τίμ. 24Ε:- μεταφ., χρυσίῳ ἐπ., ὃν δύναταί τις νὰ πείσῃ διὰ δώρων, Πλουτ. Δημοσθ. 14.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιβατόν· ὁδευομένην» καὶ «[[ἐπιβατός]]· [[λεῖος]], [[ὁμαλός]]».
}}
{{bailly
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />où l’on peut monter, accessible ; <i>fig.</i> accessible (à la corruption).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβᾰτός Medium diacritics: ἐπιβατός Low diacritics: επιβατός Capitals: ΕΠΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: epibatós Transliteration B: epibatos Transliteration C: epivatos Beta Code: e)pibato/s

English (LSJ)

ή, όν (D.C.44.42),

   A that can be climbed, accessible, Hdt.4.62; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν . . τοῖς τότε ἐγίγνετο πορευομένοις there was a passage for them, Pl.Ti.24e; τὴν Κελτικὴν ἐπιβατὴν ποιῆσαι D.C.l.c.: metaph., χρυσίῳ ἐ. accessible to a bribe, Plu.Dem. 14.    II. παίων ἐ. foot consisting of five long syllables, Id.2.1143b.

German (Pape)

[Seite 929] ersteigbar, Her. 4, 62 u. Folgde; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους, von wo ein Zugang war zu den anderen Inseln, Plat. Tim. 24 e; übertr., χρυσίῳ, dem Golde zugänglich, bestechlich, Plut. Dem. 14. – D. Cass. 14, 42 sagt ἐπιβατὴν Κελτικὴν ποιῆσαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβᾰτός: -ή, -όν, (Δίων Κ. 42. 44), ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, εὐπρόσιτος, Ἡρόδ. 4. 62· ἐξ ἧς ἐπιβατὸν… τοῖς τότε ἐγίγνετο πορευομένοις, ὑπῆρχε δίοδος δι’ αὐτούς, Πλάτ. Τίμ. 24Ε:- μεταφ., χρυσίῳ ἐπ., ὃν δύναταί τις νὰ πείσῃ διὰ δώρων, Πλουτ. Δημοσθ. 14.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιβατόν· ὁδευομένην» καὶ «ἐπιβατός· λεῖος, ὁμαλός».

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
où l’on peut monter, accessible ; fig. accessible (à la corruption).
Étymologie: ἐπιβαίνω.