κατοκώχιμος: Difference between revisions
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατοκώχιμος''': -η, -ον, κατεχόμενος, κρατούμενος ὡς [[ἐγγύησις]], [[χωρίον]] Ἰσαῖ. 2. 35 ([[ἔνθα]] κοινῶς κατόχιμον)· οὕτω, «τὸ κατοκώχιμον· κατόχιμον. [[ἐνέχυρον]]» Ἡσύχ., Μοῖρ. 2) ὃν δύναται νὰ καταλάβῃ αἴσθημά τι ἢ [[πάθος]], [[ἁλωτός]], ὑπὸ κινήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4· ἐκ τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 3· τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12·- ἔχων διάθεσιν, κλίσιν, [[ἐπιρρεπής]], [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 9, 8·- ἀπολ., [[μανιώδης]], Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30 (κοινῶς [[κατόχιμος]])·- ἴδε ἐν λέξ. [[κατοκωχή]]. | |lstext='''κατοκώχιμος''': -η, -ον, κατεχόμενος, κρατούμενος ὡς [[ἐγγύησις]], [[χωρίον]] Ἰσαῖ. 2. 35 ([[ἔνθα]] κοινῶς κατόχιμον)· οὕτω, «τὸ κατοκώχιμον· κατόχιμον. [[ἐνέχυρον]]» Ἡσύχ., Μοῖρ. 2) ὃν δύναται νὰ καταλάβῃ αἴσθημά τι ἢ [[πάθος]], [[ἁλωτός]], ὑπὸ κινήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4· ἐκ τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 3· τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12·- ἔχων διάθεσιν, κλίσιν, [[ἐπιρρεπής]], [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 9, 8·- ἀπολ., [[μανιώδης]], Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30 (κοινῶς [[κατόχιμος]])·- ἴδε ἐν λέξ. [[κατοκωχή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[κατακώχιμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A held in possession, held as a pledge, [χωρίον] Is.2.28 (vulg. κατόχιμον) ; τὸ κ. Hsch. 2 capable of being possessed by a feeling or passion, ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol.1342a8; ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN1179b9; τῷ πάθει possessed, Id.HA572a32; inclined, πρός τι Id.Pol.1269b30: abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).
Greek (Liddell-Scott)
κατοκώχιμος: -η, -ον, κατεχόμενος, κρατούμενος ὡς ἐγγύησις, χωρίον Ἰσαῖ. 2. 35 (ἔνθα κοινῶς κατόχιμον)· οὕτω, «τὸ κατοκώχιμον· κατόχιμον. ἐνέχυρον» Ἡσύχ., Μοῖρ. 2) ὃν δύναται νὰ καταλάβῃ αἴσθημά τι ἢ πάθος, ἁλωτός, ὑπὸ κινήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4· ἐκ τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 3· τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12·- ἔχων διάθεσιν, κλίσιν, ἐπιρρεπής, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 9, 8·- ἀπολ., μανιώδης, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30 (κοινῶς κατόχιμος)·- ἴδε ἐν λέξ. κατοκωχή.
French (Bailly abrégé)
att. c. κατακώχιμος.