ἄχρονος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχρονος''': -ον, ὁ στερούμενος χρόνου, [[βραχύς]], Πλούτ. 2. 908C· ὁ μὴ ἐν χρόνῳ ὤν, [[αἰώνιος]], Νόνν. Παράφρ. α΄, 1, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 225. ― Ἐπίρρ. -νως Θεμίστ. 196Β.
|lstext='''ἄχρονος''': -ον, ὁ στερούμενος χρόνου, [[βραχύς]], Πλούτ. 2. 908C· ὁ μὴ ἐν χρόνῳ ὤν, [[αἰώνιος]], Νόνν. Παράφρ. α΄, 1, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 225. ― Ἐπίρρ. -νως Θεμίστ. 196Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne dure qu’un instant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χρόνος]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρονος Medium diacritics: ἄχρονος Low diacritics: άχρονος Capitals: ΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: áchronos Transliteration B: achronos Transliteration C: achronos Beta Code: a)/xronos

English (LSJ)

ον,

   A without time, instantaneous, Gal.7.448; ἡ ἄ. φύσις Dam.Pr.404; short-lived, of infants, Ptol.Tetr.125, cf. Placit.5.18.6.    2 independent of time, S.E.M.10.225; non-temporal, ἄ. πᾶσα ἡ νόησις Plot.4.4.1. Adv. -νως timelessly, Alex.Aphr.in Mete.129.5, in Sens.135.14, Procl.Inst.124, Herm.in Phdr.p.159 A.; instantaneously, Ph.1.571, al., Them.Or.15.196b.

German (Pape)

[Seite 420] ohne Zeit, ewig, Sp. – Adv., ἀχρόνως, bei Philo neben ἀμελλητί, ohne Zeitverlust.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρονος: -ον, ὁ στερούμενος χρόνου, βραχύς, Πλούτ. 2. 908C· ὁ μὴ ἐν χρόνῳ ὤν, αἰώνιος, Νόνν. Παράφρ. α΄, 1, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 225. ― Ἐπίρρ. -νως Θεμίστ. 196Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne dure qu’un instant.
Étymologie: ἀ, χρόνος.