ἐρισθενής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρισθενής''': -ές, [[μεγαλοσθενής]], [[μεγαλοδύναμος]], ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Ν. 54, Ὀδ. Θ. 289, Ἡσ. Θ. 4, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Π 7. 2· ἐρισθενέων Λαπιθάων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 41, ἐρισθενέων μένει ἀνδρῶν [[αὐτόθι]] 543· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφεύς· ἐρισθενέεσι θεμέθλοις Ἀνθολ. Π. 9. 800. Ἐπίρρ. -έως, Μάξιμ. π. καταρχ. 540.
|lstext='''ἐρισθενής''': -ές, [[μεγαλοσθενής]], [[μεγαλοδύναμος]], ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Ν. 54, Ὀδ. Θ. 289, Ἡσ. Θ. 4, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Π 7. 2· ἐρισθενέων Λαπιθάων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 41, ἐρισθενέων μένει ἀνδρῶν [[αὐτόθι]] 543· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφεύς· ἐρισθενέεσι θεμέθλοις Ἀνθολ. Π. 9. 800. Ἐπίρρ. -έως, Μάξιμ. π. καταρχ. 540.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très fort, très puissant.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[σθένος]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρισθενής Medium diacritics: ἐρισθενής Low diacritics: ερισθενής Capitals: ΕΡΙΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: eristhenḗs Transliteration B: eristhenēs Transliteration C: eristhenis Beta Code: e)risqenh/s

English (LSJ)

ές,

   A very mighty, epith. of Zeus, Il.13.54, Od.8.289, Hes. Th.4, etc.; also of Poseidon, Id.Cat.Oxy.1358 Fr.2.27 ; of men, A.R.1.41, etc.; of the Furies, Orph.H.69.7 ; ἐ. ἕρμα πόληος Epigr.Gr.452.11 (Syria); ἐ. θέμεθλα AP9.808.6 (Cyrus).

German (Pape)

[Seite 1030] ές, sehr stark, sehr gewaltig, Beiwort des Zeus, Il. 23, 54 u. öfter; Hes. Th. 4 O. 414; Ἀλκμανιδᾶν γενεά Pind. P. 7, 2; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 41. 543.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρισθενής: -ές, μεγαλοσθενής, μεγαλοδύναμος, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἰλ. Ν. 54, Ὀδ. Θ. 289, Ἡσ. Θ. 4, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Π 7. 2· ἐρισθενέων Λαπιθάων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 41, ἐρισθενέων μένει ἀνδρῶν αὐτόθι 543· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφεύς· ἐρισθενέεσι θεμέθλοις Ἀνθολ. Π. 9. 800. Ἐπίρρ. -έως, Μάξιμ. π. καταρχ. 540.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très fort, très puissant.
Étymologie: ἐρι-, σθένος.