φρύνη: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρύνη''': [ῡ], ἡ, [[εἶδος]] βατράχου, ζῶντος ἐν τῇ ξηρᾷ, καὶ τὴν μὲν ἡμέραν κρυπτομένου ἐν σκοτεινοῖς τόποις, τὴν δὲ νύκτα, ἐξερχομένου πρὸς ἀναζήτησιν τροφῆς, συνισταμένης ἐκ ποικίλων ζῳυφίων, Bufo cinereus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 7, Τίμαιος 156. ΙΙ. σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἑταιρῶν τινων Ἀθηναϊκῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1101, πρβλ. Ἀθήν. 585 κἑξ.· ― οὕτω Φρῦνις, ιδος, ὁ, [[ὄνομα]] κωμικοῦ ποιητοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 971. (Πρβλ. [[φρῦνος]]. Φρύνιχος, κλπ.· Λατ. fur-vus· Σανσκρ. ba-bhrus (subrufus)· Ἀρχ. Γερμ. brûn (brown)· ― οὕτω τὸ rubeta [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ ruber· ἴδε Κούρτ. 416).
|lstext='''φρύνη''': [ῡ], ἡ, [[εἶδος]] βατράχου, ζῶντος ἐν τῇ ξηρᾷ, καὶ τὴν μὲν ἡμέραν κρυπτομένου ἐν σκοτεινοῖς τόποις, τὴν δὲ νύκτα, ἐξερχομένου πρὸς ἀναζήτησιν τροφῆς, συνισταμένης ἐκ ποικίλων ζῳυφίων, Bufo cinereus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 7, Τίμαιος 156. ΙΙ. σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἑταιρῶν τινων Ἀθηναϊκῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1101, πρβλ. Ἀθήν. 585 κἑξ.· ― οὕτω Φρῦνις, ιδος, ὁ, [[ὄνομα]] κωμικοῦ ποιητοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 971. (Πρβλ. [[φρῦνος]]. Φρύνιχος, κλπ.· Λατ. fur-vus· Σανσκρ. ba-bhrus (subrufus)· Ἀρχ. Γερμ. brûn (brown)· ― οὕτω τὸ rubeta [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ ruber· ἴδε Κούρτ. 416).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />crapaud, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φρῦνος]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρύνη Medium diacritics: φρύνη Low diacritics: φρύνη Capitals: ΦΡΥΝΗ
Transliteration A: phrýnē Transliteration B: phrynē Transliteration C: fryni Beta Code: fru/nh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,

   A toad, Arist.HA530b34, Timae.156, Ael.NA17.12.    II = βατράχιον 2, Cyran.39.    III nickname of several Athenian courtesans, from their complexion, Ar.Ec.1101, Macho ap.Ath.13.583b:—so φρῦνις, ὁ, name of a Com. Poet, Ar.Nu.971. (Cf. Skt. babhrús 'brown', OHG. brūn 'brown', etc.)

German (Pape)

[Seite 1311] ἡ, die Kröte; Arist. H. A. 2, 15; Theophr. – S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

φρύνη: [ῡ], ἡ, εἶδος βατράχου, ζῶντος ἐν τῇ ξηρᾷ, καὶ τὴν μὲν ἡμέραν κρυπτομένου ἐν σκοτεινοῖς τόποις, τὴν δὲ νύκτα, ἐξερχομένου πρὸς ἀναζήτησιν τροφῆς, συνισταμένης ἐκ ποικίλων ζῳυφίων, Bufo cinereus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 7, Τίμαιος 156. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα ἑταιρῶν τινων Ἀθηναϊκῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1101, πρβλ. Ἀθήν. 585 κἑξ.· ― οὕτω Φρῦνις, ιδος, ὁ, ὄνομα κωμικοῦ ποιητοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 971. (Πρβλ. φρῦνος. Φρύνιχος, κλπ.· Λατ. fur-vus· Σανσκρ. ba-bhrus (subrufus)· Ἀρχ. Γερμ. brûn (brown)· ― οὕτω τὸ rubeta εἶναι συγγενὲς τῷ ruber· ἴδε Κούρτ. 416).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
crapaud, animal.
Étymologie: φρῦνος.