διαδιδράσκω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδιδράσκω''': μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - [[ἐκφεύγω]], [[φεύγω]] [[μακράν]], [[δραπετεύω]], Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., [[φεύγω]] τι, [[φεύγω]] [[μακράν]] τινος, [[ἐκφεύγω]], τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.
|lstext='''διαδιδράσκω''': μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - [[ἐκφεύγω]], [[φεύγω]] [[μακράν]], [[δραπετεύω]], Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., [[φεύγω]] τι, [[φεύγω]] [[μακράν]] τινος, [[ἐκφεύγω]], τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. ao.</i> [[διαδράς]];<br />s’enfuir : δ. τινα échapper à qqn en fuyant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[διδράσκω]].
}}
}}