καταστύφελος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστύφελος''': ῠ, ον, [[λίαν]] τραχὺς ἢ [[ἀπότομος]] πέτρη, [[χῶρος]] Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «[[κατάξηρος]]» καθ’ Ἡσύχ.
|lstext='''καταστύφελος''': ῠ, ον, [[λίαν]] τραχὺς ἢ [[ἀπότομος]] πέτρη, [[χῶρος]] Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «[[κατάξηρος]]» καθ’ Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> très dur, très rude;<br /><b>2</b> très sec.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στυφελός]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστύφελος Medium diacritics: καταστύφελος Low diacritics: καταστύφελος Capitals: ΚΑΤΑΣΤΥΦΕΛΟΣ
Transliteration A: katastýphelos Transliteration B: katastyphelos Transliteration C: katastyfelos Beta Code: katastu/felos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A very hard or rugged, πέτρη, χῶρος, h.Merc. 124, Hes.Th.806.

German (Pape)

[Seite 1383] sehr hart, fest, πέτρη, χῶρος, H. h. Herc. 124 Hes. Th. 806.

Greek (Liddell-Scott)

καταστύφελος: ῠ, ον, λίαν τραχὺς ἢ ἀπότομος πέτρη, χῶρος Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «κατάξηρος» καθ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très dur, très rude;
2 très sec.
Étymologie: κατά, στυφελός.