ἄπαστος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄπαστος''': -ον, ([[πατέομαι]]) ὁ μὴ φαγών, ἀπεχόμενος τροφῆς, νηστεύων, Ἰλ. Τ. 346, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6, 2, Καλλ. εἰς Δήμ. 6. 2) [[μετὰ]] γεν., ἅπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, χωρὶς νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ, Ὀδ. Δ. 788, πρβλ. Ζ. 250: ― [[ὅθεν]], ἐδητύος [[ἔργον]] ἄπαστον, φαγητὸν [[ὅπερ]] δὲν τρέφει, Ὀππ. Ἁλ. 2. 250. ΙΙ. παθ. ὁ μὴ βρωθείς, Αἰλ. π. Ζ. 11. 16. | |lstext='''ἄπαστος''': -ον, ([[πατέομαι]]) ὁ μὴ φαγών, ἀπεχόμενος τροφῆς, νηστεύων, Ἰλ. Τ. 346, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6, 2, Καλλ. εἰς Δήμ. 6. 2) [[μετὰ]] γεν., ἅπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, χωρὶς νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ, Ὀδ. Δ. 788, πρβλ. Ζ. 250: ― [[ὅθεν]], ἐδητύος [[ἔργον]] ἄπαστον, φαγητὸν [[ὅπερ]] δὲν τρέφει, Ὀππ. Ἁλ. 2. 250. ΙΙ. παθ. ὁ μὴ βρωθείς, Αἰλ. π. Ζ. 11. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est à jeun;<br /><b>2</b> non mangé, intact.<br />'''Étymologie:''' [[πατέω]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (πατέομαι)
A not having eaten, abstaining from food, fasting, Il.19.346, Arist.HA563a23, Call.Cer.6, Euph.57, v.l. in h.Merc.168. 2 c. gen., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος without having tasted meat or drink, Od.4.788, cf. 6.250, h.Cer.200: ἐδητύος ἔργον ἄπαστον a meal which feeds not, Opp.H.2.250. II Pass., not eaten, Ael.NA11.16.
German (Pape)
[Seite 281] 1) nicht gegessen habend, nüchtern, Il. 19, 346; ἐδητύος ἄπαστος Od. 6, 250; ἄσιτος ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od. 4, 788; h. Cer. 200. – 2) nicht verzehrt, ungegessen, Ael. N. A. 11, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαστος: -ον, (πατέομαι) ὁ μὴ φαγών, ἀπεχόμενος τροφῆς, νηστεύων, Ἰλ. Τ. 346, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6, 2, Καλλ. εἰς Δήμ. 6. 2) μετὰ γεν., ἅπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, χωρὶς νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ, Ὀδ. Δ. 788, πρβλ. Ζ. 250: ― ὅθεν, ἐδητύος ἔργον ἄπαστον, φαγητὸν ὅπερ δὲν τρέφει, Ὀππ. Ἁλ. 2. 250. ΙΙ. παθ. ὁ μὴ βρωθείς, Αἰλ. π. Ζ. 11. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est à jeun;
2 non mangé, intact.
Étymologie: πατέω¹.