ἀποκάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκάμπτω''': ἀμεταβ., [[ἀποκλίνω]], [[ἀποκάμπτω]] ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀρθοδρομῶ, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· οἱ [[ἐξωτέρω]] ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος, ἐπὶ ἁρματηλασίας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6.
|lstext='''ἀποκάμπτω''': ἀμεταβ., [[ἀποκλίνω]], [[ἀποκάμπτω]] ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀρθοδρομῶ, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· οἱ [[ἐξωτέρω]] ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος, ἐπὶ ἁρματηλασίας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6.
}}
{{bailly
|btext=faire un détour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κάμπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκάμπτω Medium diacritics: ἀποκάμπτω Low diacritics: αποκάμπτω Capitals: ΑΠΟΚΑΜΠΤΩ
Transliteration A: apokámptō Transliteration B: apokamptō Transliteration C: apokampto Beta Code: a)poka/mptw

English (LSJ)

intr.,

   A turn aside, wheel, opp. ὀρθοδρομεῖν, X.Eq.7.14; ἀ. ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr. Char.22.9; ἀ. ἔξω τοῦ τέρματος, of chariots, Arist.Rh.1409b23.    2 ἀποκεκαμμένον ῥάμφος curved beak, Horap.2.96.

German (Pape)

[Seite 305] ablenken (Pferde vom geraden Wege), Xen. Equ. 7, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάμπτω: ἀμεταβ., ἀποκλίνω, ἀποκάμπτω ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀρθοδρομῶ, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· οἱ ἐξωτέρω ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος, ἐπὶ ἁρματηλασίας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6.

French (Bailly abrégé)

faire un détour.
Étymologie: ἀπό, κάμπτω.