ἀποκυματίζω: Difference between revisions

From LSJ

μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη → has our idea of justice in any way lost the edge

Source
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκῡματίζω''': [[κάμνω]] τι νὰ κυματίζῃ, νὰ ἀναβράζῃ, Πλούτ. 2. 734A: - μεταφ., ἀπ. τὰς ψυχὰς [[αὐτόθι]] 943C· εἶχον Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23.
|lstext='''ἀποκῡματίζω''': [[κάμνω]] τι νὰ κυματίζῃ, νὰ ἀναβράζῃ, Πλούτ. 2. 734A: - μεταφ., ἀπ. τὰς ψυχὰς [[αὐτόθι]] 943C· εἶχον Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ballotter avec les flots, rendre houleux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], κυματίζω.
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκῡμᾰτίζω Medium diacritics: ἀποκυματίζω Low diacritics: αποκυματίζω Capitals: ΑΠΟΚΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apokymatízō Transliteration B: apokymatizō Transliteration C: apokymatizo Beta Code: a)pokumati/zw

English (LSJ)

   A make to swell with waves, boil up, Plu.2.734e: metaph., ἀ. τὰς ψυχάς ib.943d; ἦχον D.H. Comp.23.

German (Pape)

[Seite 309] wie eine Welle wegreißen, ἡ θερμότης τὸ πνεῦμα Plut. Symp. 8, 10, 1; άρμονία τῶν ὀνομάτων – τὸν ἦχον D. H. de C. V. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκῡματίζω: κάμνω τι νὰ κυματίζῃ, νὰ ἀναβράζῃ, Πλούτ. 2. 734A: - μεταφ., ἀπ. τὰς ψυχὰς αὐτόθι 943C· εἶχον Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23.

French (Bailly abrégé)

ballotter avec les flots, rendre houleux.
Étymologie: ἀπό, κυματίζω.