ἀποκυματίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκῡματίζω''': [[κάμνω]] τι νὰ κυματίζῃ, νὰ ἀναβράζῃ, Πλούτ. 2. 734A: - μεταφ., ἀπ. τὰς ψυχὰς [[αὐτόθι]] 943C· εἶχον Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23. | |lstext='''ἀποκῡματίζω''': [[κάμνω]] τι νὰ κυματίζῃ, νὰ ἀναβράζῃ, Πλούτ. 2. 734A: - μεταφ., ἀπ. τὰς ψυχὰς [[αὐτόθι]] 943C· εἶχον Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ballotter avec les flots, rendre houleux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], κυματίζω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A make to swell with waves, boil up, Plu.2.734e: metaph., ἀ. τὰς ψυχάς ib.943d; ἦχον D.H. Comp.23.
German (Pape)
[Seite 309] wie eine Welle wegreißen, ἡ θερμότης τὸ πνεῦμα Plut. Symp. 8, 10, 1; άρμονία τῶν ὀνομάτων – τὸν ἦχον D. H. de C. V. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῡματίζω: κάμνω τι νὰ κυματίζῃ, νὰ ἀναβράζῃ, Πλούτ. 2. 734A: - μεταφ., ἀπ. τὰς ψυχὰς αὐτόθι 943C· εἶχον Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23.
French (Bailly abrégé)
ballotter avec les flots, rendre houleux.
Étymologie: ἀπό, κυματίζω.