ἀπορρᾳθυμέω: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορρᾳθῡμέω''': παραμελῶ τι ἕνεκεν ἀδιαφορίας ἢ ῥαθυμίας, μ. γεν, μὴ οὖν ἀπορρᾳθύμει τούτου, ἀλλὰ διατείνου [[μᾶλλον]] πρὸς τὸ [[σεαυτοῦ]] προσέχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9· ἀπολ., Πλάτ. Πολ. 449C, Δημ. 108. 21: πρβλ. [[ἀποδειλιάω]]. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπορρᾳθύμησις, ἡ, Βυζ. καὶ ἐπίρρ. ἀπορρᾳθυμήτως Ἰουλαν. 252Α. | |lstext='''ἀπορρᾳθῡμέω''': παραμελῶ τι ἕνεκεν ἀδιαφορίας ἢ ῥαθυμίας, μ. γεν, μὴ οὖν ἀπορρᾳθύμει τούτου, ἀλλὰ διατείνου [[μᾶλλον]] πρὸς τὸ [[σεαυτοῦ]] προσέχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9· ἀπολ., Πλάτ. Πολ. 449C, Δημ. 108. 21: πρβλ. [[ἀποδειλιάω]]. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπορρᾳθύμησις, ἡ, Βυζ. καὶ ἐπίρρ. ἀπορρᾳθυμήτως Ἰουλαν. 252Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se laisser aller à la mollesse ; ἀπ. τινος se relâcher <i>ou</i> s’abstenir, par mollesse, de qch, négliger par mollesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥᾳθυμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A leave off in faintheartedness or laziness, τινός X. Mem.3.7.9: abs., Pl.R.449c, D.8.75. Adv. ἀπορρᾱθῡμ-ήτως, v.l. for ἀποραμυθήτως, Jul.Or.8.252a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρᾳθῡμέω: παραμελῶ τι ἕνεκεν ἀδιαφορίας ἢ ῥαθυμίας, μ. γεν, μὴ οὖν ἀπορρᾳθύμει τούτου, ἀλλὰ διατείνου μᾶλλον πρὸς τὸ σεαυτοῦ προσέχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9· ἀπολ., Πλάτ. Πολ. 449C, Δημ. 108. 21: πρβλ. ἀποδειλιάω. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπορρᾳθύμησις, ἡ, Βυζ. καὶ ἐπίρρ. ἀπορρᾳθυμήτως Ἰουλαν. 252Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se laisser aller à la mollesse ; ἀπ. τινος se relâcher ou s’abstenir, par mollesse, de qch, négliger par mollesse.
Étymologie: ἀπό, ῥᾳθυμέω.