ἀποβουκολέω: Difference between revisions
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβουκολέω''': παροδηγῶ, [[ἀφίστημι]], ἀποπλανῶ, τῶν βοῶν ὀκτὼ τὰς ἀρίστας ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην θέλξας ἀπεβουκόλησε Λόγγος 1. 27: - Παθ., ἀποπλανῶμαι, Ἰω. Χρυσ. 2) ἀφίνω νὰ ἀποπλανηθῇ τι, ἀμελῶ, «χάνω» (ὡς ποιμὴν [[ἀμελής]], [[ὅστις]] ἀφίνει ν’ ἀποπλανηθῇ τὸ ποίμνιόν του), χαρίεν γάρ, ἔφη, εἰ [[ἕνεκα]] κρεαδίων τῆ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι, νόστιμον [[πρᾶγμα]] τῷ ὄντι θὰ ἦτο νὰ γείνω [[αἴτιος]] εἰς τὴν θυγα΄τερα μου ν’ ἀποπλανηθῇ ὁ [[υἱός]] της δι’ οὐτιδανὰ κρέατα, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13, πρβλ. Λουκ. Δὶς κατ. 13: - Παθητ., ἀποπλανῶμαι, ὁδοιπλανῶ, [[ἁμαρτάνω]] τῆς ὁδοῦ, χάνω τὸν δρόμον μου, ὁ αὐτ. Ἔρωτ. 16· παροδηγῶ, [[ἀπάγω]], Ἐκκλ. | |lstext='''ἀποβουκολέω''': παροδηγῶ, [[ἀφίστημι]], ἀποπλανῶ, τῶν βοῶν ὀκτὼ τὰς ἀρίστας ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην θέλξας ἀπεβουκόλησε Λόγγος 1. 27: - Παθ., ἀποπλανῶμαι, Ἰω. Χρυσ. 2) ἀφίνω νὰ ἀποπλανηθῇ τι, ἀμελῶ, «χάνω» (ὡς ποιμὴν [[ἀμελής]], [[ὅστις]] ἀφίνει ν’ ἀποπλανηθῇ τὸ ποίμνιόν του), χαρίεν γάρ, ἔφη, εἰ [[ἕνεκα]] κρεαδίων τῆ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι, νόστιμον [[πρᾶγμα]] τῷ ὄντι θὰ ἦτο νὰ γείνω [[αἴτιος]] εἰς τὴν θυγα΄τερα μου ν’ ἀποπλανηθῇ ὁ [[υἱός]] της δι’ οὐτιδανὰ κρέατα, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13, πρβλ. Λουκ. Δὶς κατ. 13: - Παθητ., ἀποπλανῶμαι, ὁδοιπλανῶ, [[ἁμαρτάνω]] τῆς ὁδοῦ, χάνω τὸν δρόμον μου, ὁ αὐτ. Ἔρωτ. 16· παροδηγῶ, [[ἀπάγω]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> laisser se détourner du troupeau, laisser s’égarer <i>ou</i> se perdre;<br /><b>2</b> détourner du troupeau, détourner, séduire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βουκολέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A lead astray, as cattle, βοῦς ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην Longus 1.27. 2 lead away shepherds from the sheep, τῶν θρεμμάτων Chor.p.92B. 3 let stray, lose (as a bad shepherd does his sheep), χαρίεν γὰρ εἰ . . τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι . . if I were to lose my daughter her son, X.Cyr.1.4.13:—Pass., stray, lose one's way, Luc.Nav.4. 4 beguile, soothe, Id.Am.16; lead astray, seduce, Id.Bis Acc.13.
German (Pape)
[Seite 297] (VLL. ἀφιστάναι), eigtl. Vieh von der Heerde sich verirren lassen u. es dadurch verlieren, E. M.; ἀπεβουκολήθης ποίμνης Long. 1, 27; übertr., χαρίεν γάρ, εἰ ἕνεκα κρεαδίων τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι Xen. Cyr. 1, 4, 13, wenn ich den Sohn auf der Jagd herumschweifen u. es so geschehen lasse, daß ihn meine Tochter verliert. Oefter Luc., δέος οὐδέν, μὴ ἀπολειφθεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληθῇ Navig. 4, daß er von uns weggelockt u. verführt werde; μικρὰ τοῦ πάθους ἑαυτὸν ἀποβ., seine Leidenschaft ein wenig besänftigen, Amor. 16, u. so Sp.; übh. durch Sinnentrug lindern, besänftigen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβουκολέω: παροδηγῶ, ἀφίστημι, ἀποπλανῶ, τῶν βοῶν ὀκτὼ τὰς ἀρίστας ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην θέλξας ἀπεβουκόλησε Λόγγος 1. 27: - Παθ., ἀποπλανῶμαι, Ἰω. Χρυσ. 2) ἀφίνω νὰ ἀποπλανηθῇ τι, ἀμελῶ, «χάνω» (ὡς ποιμὴν ἀμελής, ὅστις ἀφίνει ν’ ἀποπλανηθῇ τὸ ποίμνιόν του), χαρίεν γάρ, ἔφη, εἰ ἕνεκα κρεαδίων τῆ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι, νόστιμον πρᾶγμα τῷ ὄντι θὰ ἦτο νὰ γείνω αἴτιος εἰς τὴν θυγα΄τερα μου ν’ ἀποπλανηθῇ ὁ υἱός της δι’ οὐτιδανὰ κρέατα, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13, πρβλ. Λουκ. Δὶς κατ. 13: - Παθητ., ἀποπλανῶμαι, ὁδοιπλανῶ, ἁμαρτάνω τῆς ὁδοῦ, χάνω τὸν δρόμον μου, ὁ αὐτ. Ἔρωτ. 16· παροδηγῶ, ἀπάγω, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 laisser se détourner du troupeau, laisser s’égarer ou se perdre;
2 détourner du troupeau, détourner, séduire.
Étymologie: ἀπό, βουκολέω.