ἀποπομπή: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποπομπή''': ἡ, ([[ἀποπέμπω]]) [[ἀπόπεμψις]], «καὶ τὸ ἀποπέμψασθαι γυναῖκα... [[ἀποπομπή]], ... καὶ ἀποπομπῆς [[δίκη]]» [[Πολυδ]]. Γ΄, 46, ς΄, 153, Η΄, 31. 2) ἡ ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ οἰωνοῦ, κτλ., ἀπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 106Β˙ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἀσθενείας, Λουκ. Φιλοψευδ. 9. | |lstext='''ἀποπομπή''': ἡ, ([[ἀποπέμπω]]) [[ἀπόπεμψις]], «καὶ τὸ ἀποπέμψασθαι γυναῖκα... [[ἀποπομπή]], ... καὶ ἀποπομπῆς [[δίκη]]» [[Πολυδ]]. Γ΄, 46, ς΄, 153, Η΄, 31. 2) ἡ ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ οἰωνοῦ, κτλ., ἀπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 106Β˙ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἀσθενείας, Λουκ. Φιλοψευδ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action d’écarter, de repousser ; <i>particul.</i> éloignement d’un mal, action de conjurer un fléau ; ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι ISOCR accomplir les cérémonies de préservation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποπέμπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἀποπέμπω)
A sending away, LXXLe.16.10. b. valediction, Men.Rh.p.333S. 2 divorce, PSI1.36a16 (i A.D.), etc., Poll.8.31. 3 averting an ill omen, etc., ἀ. ποιεῖσθαι Isoc.5.117; getting rid, πυρετῶν Luc.Philops. 9.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, 1) die Ab-, Entsendung, Entfernung, πυρετῶν Luc. Philops. 9. – 2) Abwendung eines Unglücks, einer bösen Vorbedeutung, Sühne, ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι, der bösen Götter, Isocr. 5, 117.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπομπή: ἡ, (ἀποπέμπω) ἀπόπεμψις, «καὶ τὸ ἀποπέμψασθαι γυναῖκα... ἀποπομπή, ... καὶ ἀποπομπῆς δίκη» Πολυδ. Γ΄, 46, ς΄, 153, Η΄, 31. 2) ἡ ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ οἰωνοῦ, κτλ., ἀπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 106Β˙ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἀσθενείας, Λουκ. Φιλοψευδ. 9.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action d’écarter, de repousser ; particul. éloignement d’un mal, action de conjurer un fléau ; ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι ISOCR accomplir les cérémonies de préservation.
Étymologie: ἀποπέμπω.