ἀστεφάνωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστεφάνωτος''': -ον, ὁ μὴ στεφανωθείς, ἢ [[ὅστις]] δὲν πρέπει νὰ στεφανωθῇ, Σαπφ. 44, Πλάτ. Πολ. 613C, Δημ. 331. 5˙ ἀστ. ἐκ τῶν νόμων Αἰσχίν. 79. 3. 2) [[ἄνευ]] τοῦ γαμηλίου στεφάνου, [[ἄγαμος]], Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 33. | |lstext='''ἀστεφάνωτος''': -ον, ὁ μὴ στεφανωθείς, ἢ [[ὅστις]] δὲν πρέπει νὰ στεφανωθῇ, Σαπφ. 44, Πλάτ. Πολ. 613C, Δημ. 331. 5˙ ἀστ. ἐκ τῶν νόμων Αἰσχίν. 79. 3. 2) [[ἄνευ]] τοῦ γαμηλίου στεφάνου, [[ἄγαμος]], Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non couronné, <i>càd</i> vaincu, sans succès.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[στεφανόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A uncrowned, forbidden to be crowned, Sapph.78, Pl.R.613c, D.18.319; ἀ. ἐκ τῶν νόμων Aeschin.3.176. 2 without the nuptial crown, unwedded, Epigr.Gr.314.27.
German (Pape)
[Seite 375] dasselbe, Plat. Rep. X, 613 c u. Folgde, z. B. Dem. 18, 319 ἐκ τῆς Ὀλυμπίας ἀπῄει.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεφάνωτος: -ον, ὁ μὴ στεφανωθείς, ἢ ὅστις δὲν πρέπει νὰ στεφανωθῇ, Σαπφ. 44, Πλάτ. Πολ. 613C, Δημ. 331. 5˙ ἀστ. ἐκ τῶν νόμων Αἰσχίν. 79. 3. 2) ἄνευ τοῦ γαμηλίου στεφάνου, ἄγαμος, Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non couronné, càd vaincu, sans succès.
Étymologie: ἀ, στεφανόω.