ἀστεφάνωτος

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεφᾰ́νωτος Medium diacritics: ἀστεφάνωτος Low diacritics: αστεφάνωτος Capitals: ΑΣΤΕΦΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: astephánōtos Transliteration B: astephanōtos Transliteration C: astefanotos Beta Code: a)stefa/nwtos

English (LSJ)

ἀστεφάνωτον, (στεφανόω)
A uncrowned, ungarlanded, forbidden to be crowned, not to be crowned, Sapph.78, Pl.R.613c, D.18.319; ἀστεφάνωτος ἐκ τῶν νόμων Aeschin.3.176.
2 without the nuptial crown, unwedded, Epigr.Gr.314.27.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 no coronado ἀστεφανώτοισι δ' ἀπυστρέφονται Sapph.81.7, μηδένα Λακεδαιμονίων ἀστεφάνωτον εἶναι X.Lac.13.8, ἀστεφάνωτοι ἀποτρέχοντες Pl.R.613c, τὸν ἀστεφάνωτον ἐκ τῶν νόμων κελεύεις ἡμᾶς στεφανοῦν Aeschin.3.176, ἀστεφάνωτος ἐκ τῆς Ὀλυμπίας ἀπῄει D.18.319.
2 que no tiene corona nupcial, soltero λείψας τρεῖς συνομαίμονας ἀστεφανώτους SEG 29.1003.32 (Roma III d.C.).

German (Pape)

[Seite 375] ohne Kranz, unbekränzt, Plat. Rep. X, 613 c u. Folgde, z. B. Dem. 18, 319 ἐκ τῆς Ὀλυμπίας ἀπῄει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non couronné, càd vaincu, sans succès.
Étymologie: , στεφανόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεφάνωτος: (φᾰ) не увенчанный, не получивший победного венка Sappho, Plat., Aeschin., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεφάνωτος: -ον, ὁ μὴ στεφανωθείς, ἢ ὅστις δὲν πρέπει νὰ στεφανωθῇ, Σαπφ. 44, Πλάτ. Πολ. 613C, Δημ. 331. 5˙ ἀστ. ἐκ τῶν νόμων Αἰσχίν. 79. 3. 2) ἄνευ τοῦ γαμηλίου στεφάνου, ἄγαμος, Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀστεφάνωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει στεφανωθεί, που δεν έχει φορέσει το στεφάνι του γάμου
μσν.- νεοελλ.
όποιος δεν έχει στεφανωθεί στην εκκλησία και συζεί παράνομα
νεοελλ.
αυτός στον οποίο δεν έχει προσφερθεί τιμητικό στεφάνι
αρχ.
εκείνος ο οποίος δεν έχει τιμηθεί με στεφάνι ή που για διάφορους λόγους δεν επιτρέπεται να τιμηθεί με στεφάνι.

Greek Monotonic

ἀστεφάνωτος: -ον (στεφανόω), αστεφάνωτος, αυτός που δεν είναι στεφανωμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Translations

unmarried

Albanian: pamartuar; Armenian: չամուսնացած, ամուրի; Assamese: আবিয়ৈ; Belarusian: нежанаты, незамужняя; Bulgarian: неженен, неомъ́жена; Catalan: solter; Chinese Mandarin: 獨身/独身; Czech: svobodný, neženatý, svobodná, nevdaná; Danish: ugift; Dutch: ongehuwd, alleenstaand, ongetrouwd; Finnish: naimaton, vapaa; French: célibataire; Galician: solteiro; Georgian: დაუქორწინებელი, დაუოჯახებელი, დასაოჯახებელი, უცოლო, უქმრო, უცოლშვილო, უქმარშვილო, მარტოხელა, გაუთხოვარი; German: unverheiratet, ledig, solo; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌹𐌿𐌲𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: ανύπαντρος, άγαμος; Ancient Greek: ἀγάμετος, ἀγάμητος, ἀγάμιος, ἄγαμος, ἀγύναικος, ἀγύναιξ, ἀγύναιος, ἀγύνης, ἄγυνος, ἀδέμνιος, ἄζαμος, ἄζευκτος, ἄζευκτος γάμου, ἄζυγος, ἄζυξ, ἀθαλάμευτος, ᾄθεος, ἀΐθεος, ἄλεκτρος, ἀλέκτωρ, ἄλοχος, ἀμοιρόγαμος, ἄνανδρος, ἀνέγγυος, ἀνύμφευτος, ἄνυμφος, ἀπειρόγαμος, ἀπειρολεχής, ἀστεφάνωτος, ἄωρος, ᾔθεος, ἠίθεος, ἠΐθεος; Hungarian: nőtlen, hajadon; Icelandic: ógiftur, ókvæntur; Ido: nemariajata, nemariajita; Irish: neamhphósta, singil; Italian: celibe, nubile; Japanese: 独身, 未婚; Latin: caelebs, innuptus; Macedonian: неоженет, неомажена; Manx: neuphoost, gyn poosey; Maori: takakau, kiritapu; Navajo: bízhą́; Norwegian: ugift; Old English: ǣmettig; Persian: مجرد‎; Plautdietsch: lädich; Polish: nieżonaty, niezamężna, niewydany, niewydana; Portuguese: solteiro; Romanian: necăsătorit, burlac; Russian: неженатый, холостой, незамужняя; Serbo-Croatian Cyrillic: нео̀жењен, не̏уда̄н or не̏уда̄т; Roman: neòženjen, nȅudān or nȅudāt; Slovak: slobodný, neženatý, slobodná, nevydatá; Slovene: neporočen, samski; Spanish: soltero; Swedish: ogift; Telugu: పెళ్ళికాని; Thai: โสด; Ukrainian: нежонатий, незамі́жня; Vietnamese: độc thân