ἀστιβής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὡς τὸ ἄστιπτος, [[ἀπάτητος]], τινὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 859: [[ἐντεῦθεν]]. 2) ἔρημος, [[ἄβατος]], [[χῶρος]] Σοφοκλ. Αἴ. 657˙ ἀστ. [[πόρος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀρίων παρ’ Αιλ. π. Ζ. 12. 45. 3) ὅν δὲν πρέπει τις νὰ πατήσῃ, [[ἱερός]], [[ἄλσος]] Σοφ. Ο. Κ. 126˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. μὴ ἀφίνων [[ἴχνος]], τροχὸς Μεσομήδ. ὕμν. εἰς Νέμεσ. 7.
|lstext='''ἀστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὡς τὸ ἄστιπτος, [[ἀπάτητος]], τινὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 859: [[ἐντεῦθεν]]. 2) ἔρημος, [[ἄβατος]], [[χῶρος]] Σοφοκλ. Αἴ. 657˙ ἀστ. [[πόρος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀρίων παρ’ Αιλ. π. Ζ. 12. 45. 3) ὅν δὲν πρέπει τις νὰ πατήσῃ, [[ἱερός]], [[ἄλσος]] Σοφ. Ο. Κ. 126˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. μὴ ἀφίνων [[ἴχνος]], τροχὸς Μεσομήδ. ὕμν. εἰς Νέμεσ. 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non foulé, non fréquenté ; désert;<br /><b>2</b> <i>en parl. de lieux consacrés</i> sacré, saint;<br /><i>Sp.</i> ἀστιβέστατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[στείβω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστῐβής Medium diacritics: ἀστιβής Low diacritics: αστιβής Capitals: ΑΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: astibḗs Transliteration B: astibēs Transliteration C: astivis Beta Code: a)stibh/s

English (LSJ)

ές, (στείβω)

   A untrodden, τινί A.Th.859 (lyr.): hence,    2 desert, pathless, χῶρος S.Aj.657; ἀ. πόρος, of the sea, Arion 1.16; ὁδός Hymn.Is.149.    3 not to be trodden, holy, ἄλσος S.OC126; rare in Prose, as X.Mem.3.8.10.    II Act., leaving no track, τροχός Mesom.Nem.7.

German (Pape)

[Seite 376] ές, unbetreten, χέρσος Ἀπόλλωνι Aesch. Spt. 841; ἄλσος Soph. O. C. 126; χώρα Ai. 642; χώρα ἀστιβεστάτη Xen. Mem. 3, 8, 10; χωρίον Her. vit. Hom. 21; Arr. 5. 11. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῐβής: -ές, (στείβω) ὡς τὸ ἄστιπτος, ἀπάτητος, τινὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 859: ἐντεῦθεν. 2) ἔρημος, ἄβατος, χῶρος Σοφοκλ. Αἴ. 657˙ ἀστ. πόρος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀρίων παρ’ Αιλ. π. Ζ. 12. 45. 3) ὅν δὲν πρέπει τις νὰ πατήσῃ, ἱερός, ἄλσος Σοφ. Ο. Κ. 126˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. μὴ ἀφίνων ἴχνος, τροχὸς Μεσομήδ. ὕμν. εἰς Νέμεσ. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 non foulé, non fréquenté ; désert;
2 en parl. de lieux consacrés sacré, saint;
Sp. ἀστιβέστατος.
Étymologie: ἀ, στείβω.