Ἀρέθουσα: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἀρέθουσα''': ἡ, [[ὄνομα]] διαφόρων πηγῶν, ὧν πρώτη μνημονεύεται ἡ ἐν Ἴθάκῃ, αἱ δὲ νέμονται πὰρ Κόρακος πέτρῃ ἐπὶ τε κρήνῃ Ἀρεθούσῃ Ὀδ. Ν. 408: - περιφημοτάτη αὐτῶν ἦτο ἡ ἐν Συρακούσαις, περὶ ἧς λέγεται ὅτι ἦτό ποτε Νύμφη τῶν Ἀρκαδικῶν λειμώνων καὶ διωκομένη ὑπὸ τοῦ ποταμίου θεοῦ Ἀλφειοῦ, μετεβλήθη ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος εἰς κρήνην καὶ ἐξηφανίσθη ὑπὸ τὸ [[ἔδαφος]]· ἀλλ’ ἀνεφάνη παρὰ τὰς Συρακούσας, Στράβ. 270, πρβλ. Εὐστ. Ὀδ. 1746, 41. Ἡ Νύμφη αὕτη κατέστη ἡ [[Μοῦσα]] τῆς Βουκολικῆς ποιήσεως. (Τύπος [[μετοχικός]], ὡς εἰ ἦτο ἡ ἄρδουσα ἡ ποτίζουσα: - τὸ [[ῥῆμα]] ἀρέθω ἀναφέρεται ὑπὸ Θεογνώστ. Καν. 141).
|lstext='''Ἀρέθουσα''': ἡ, [[ὄνομα]] διαφόρων πηγῶν, ὧν πρώτη μνημονεύεται ἡ ἐν Ἴθάκῃ, αἱ δὲ νέμονται πὰρ Κόρακος πέτρῃ ἐπὶ τε κρήνῃ Ἀρεθούσῃ Ὀδ. Ν. 408: - περιφημοτάτη αὐτῶν ἦτο ἡ ἐν Συρακούσαις, περὶ ἧς λέγεται ὅτι ἦτό ποτε Νύμφη τῶν Ἀρκαδικῶν λειμώνων καὶ διωκομένη ὑπὸ τοῦ ποταμίου θεοῦ Ἀλφειοῦ, μετεβλήθη ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος εἰς κρήνην καὶ ἐξηφανίσθη ὑπὸ τὸ [[ἔδαφος]]· ἀλλ’ ἀνεφάνη παρὰ τὰς Συρακούσας, Στράβ. 270, πρβλ. Εὐστ. Ὀδ. 1746, 41. Ἡ Νύμφη αὕτη κατέστη ἡ [[Μοῦσα]] τῆς Βουκολικῆς ποιήσεως. (Τύπος [[μετοχικός]], ὡς εἰ ἦτο ἡ ἄρδουσα ἡ ποτίζουσα: - τὸ [[ῥῆμα]] ἀρέθω ἀναφέρεται ὑπὸ Θεογνώστ. Καν. 141).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />Aréthuse :<br /><b>1</b> nymphe et fontaine près de Syracuse;<br /><b>2</b> n. de sources à Ithaque, en Eubée;<br /><b>3</b> ville de Macédoine.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀρέθουσα Medium diacritics: Ἀρέθουσα Low diacritics: Αρέθουσα Capitals: ΑΡΕΘΟΥΣΑ
Transliteration A: Aréthousa Transliteration B: Arethousa Transliteration C: Arethousa Beta Code: *)are/qousa

English (LSJ)

[ᾰρ], ἡ, name of several fountains, e.g. in Ithaca, Od. 13.408; at Syracuse, Str.6.2.4: pl.,

   A κρῆναι ἀρέθουσαι Choeril.2:— Adj. Ἀρεθούσιος, α, ον, ὅδωρ AP9.362.18. (A participial form; ἀρέθω is cited by Hdn.Gr.1.440 without expl.)

Greek (Liddell-Scott)

Ἀρέθουσα: ἡ, ὄνομα διαφόρων πηγῶν, ὧν πρώτη μνημονεύεται ἡ ἐν Ἴθάκῃ, αἱ δὲ νέμονται πὰρ Κόρακος πέτρῃ ἐπὶ τε κρήνῃ Ἀρεθούσῃ Ὀδ. Ν. 408: - περιφημοτάτη αὐτῶν ἦτο ἡ ἐν Συρακούσαις, περὶ ἧς λέγεται ὅτι ἦτό ποτε Νύμφη τῶν Ἀρκαδικῶν λειμώνων καὶ διωκομένη ὑπὸ τοῦ ποταμίου θεοῦ Ἀλφειοῦ, μετεβλήθη ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος εἰς κρήνην καὶ ἐξηφανίσθη ὑπὸ τὸ ἔδαφος· ἀλλ’ ἀνεφάνη παρὰ τὰς Συρακούσας, Στράβ. 270, πρβλ. Εὐστ. Ὀδ. 1746, 41. Ἡ Νύμφη αὕτη κατέστη ἡ Μοῦσα τῆς Βουκολικῆς ποιήσεως. (Τύπος μετοχικός, ὡς εἰ ἦτο ἡ ἄρδουσα ἡ ποτίζουσα: - τὸ ῥῆμα ἀρέθω ἀναφέρεται ὑπὸ Θεογνώστ. Καν. 141).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Aréthuse :
1 nymphe et fontaine près de Syracuse;
2 n. de sources à Ithaque, en Eubée;
3 ville de Macédoine.
Étymologie:.