ἀποστασία: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποστᾰσία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]], ἀντὶ τοῦ [[ἀπόστασις]], [[ἐπανάστασις]], [[ἐξέγερσις]], Ἑβδ. (Ἰησ. κβ΄, 22, κ. ἀλλ.), διάφ. γραφ. παρὰ Διον. Ἁλ. 7. 1, καὶ Πλουτ. Γαλβ. 1. 2) [[ἀπόστασις]], [[διάστημα]], Ἀρχιμ. Ψαμμίτ. 319: ― Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 528. | |lstext='''ἀποστᾰσία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]], ἀντὶ τοῦ [[ἀπόστασις]], [[ἐπανάστασις]], [[ἐξέγερσις]], Ἑβδ. (Ἰησ. κβ΄, 22, κ. ἀλλ.), διάφ. γραφ. παρὰ Διον. Ἁλ. 7. 1, καὶ Πλουτ. Γαλβ. 1. 2) [[ἀπόστασις]], [[διάστημα]], Ἀρχιμ. Ψαμμίτ. 319: ― Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 528. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />défection, abandon d’un parti ; <i>particul.</i> apostasie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, late form for ἀπόστασις,
A defection, revolt, v.l. in D.H.7.1, J.Vit.10, Plu.Galb.1; esp. in religious sense, rebellion against God, apostasy, LXX Jo.22.22, 2 Ep.Th.2.3. 2 departure, disappearance, Olymp. in Mete.320.2. 3 distinguishing, c. gen., Elias in Cat.119.7. 4 distance, Archim.Aren.1.5.
German (Pape)
[Seite 326] ἡ, das Abfallen der Unterthanen vom Herrscher, der Abfall, Plut. Galb. 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστᾰσία: ἡ, μεταγεν. τύπος, ἀντὶ τοῦ ἀπόστασις, ἐπανάστασις, ἐξέγερσις, Ἑβδ. (Ἰησ. κβ΄, 22, κ. ἀλλ.), διάφ. γραφ. παρὰ Διον. Ἁλ. 7. 1, καὶ Πλουτ. Γαλβ. 1. 2) ἀπόστασις, διάστημα, Ἀρχιμ. Ψαμμίτ. 319: ― Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 528.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défection, abandon d’un parti ; particul. apostasie.
Étymologie: ἀφίστημι.