ἀφρέω: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφρέω''': (ἀφρὸς) [[ἀφρίζω]], ἀφροὺς [[ἐκβάλλω]], Ἱππ. 305. 47, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[καλύπτω]] μὲ ἀφροὺς, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πληροῦμαι ἀφροῦ», ἵπποι ἄφρεον στήθεα ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] δισύλλαβ.) Ἰλ. Λ. 282.
|lstext='''ἀφρέω''': (ἀφρὸς) [[ἀφρίζω]], ἀφροὺς [[ἐκβάλλω]], Ἱππ. 305. 47, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[καλύπτω]] μὲ ἀφροὺς, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πληροῦμαι ἀφροῦ», ἵπποι ἄφρεον στήθεα ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] δισύλλαβ.) Ἰλ. Λ. 282.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br />être couvert d’écume.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφρός]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρέω Medium diacritics: ἀφρέω Low diacritics: αφρέω Capitals: ΑΦΡΕΩ
Transliteration A: aphréō Transliteration B: aphreō Transliteration C: afreo Beta Code: a)fre/w

English (LSJ)

(ἀφρός)

   A foam, Hp.Morb.Sacr.7, etc.    II c. acc., befoam, cover with foam, ἵπποι ἄφρεον στήθεα (disyll.) Il.11.282.

German (Pape)

[Seite 414] schäumen, ἵπποι ἄφρεον στήθεα, schäumten an der Brust, Il. 11, 282.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρέω: (ἀφρὸς) ἀφρίζω, ἀφροὺς ἐκβάλλω, Ἱππ. 305. 47, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., καλύπτω μὲ ἀφροὺς, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πληροῦμαι ἀφροῦ», ἵπποι ἄφρεον στήθεα (ἔνθα εἶναι δισύλλαβ.) Ἰλ. Λ. 282.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
être couvert d’écume.
Étymologie: ἀφρός.