ἀχανής: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχᾰνής''': -ές, ([[χάσκω]], χανεῖν) «[[ἄφθογγος]]. μὴ ἀνοίγων [[στόμα]]» (Ἡσύχ.)· ἀχανὴς... [[ἄφωνος]] Ἡγύσιππ, ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25, Πολύβ. 7. 17, 5, Λουκ. Ἰκαρομ. 23: ― ἐν Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 29, δι’ ἀχανοῦς, διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος. ΙΙ. (α εὔφων.) χάσκων, κρημνὸς Τίμαι. ἐν Ἀποσπ. 28· ἴδε Οὐϋττεμβ. 2. 76C· [[χάσμα]] Παρμεν. 18: ― τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον κενόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 16· «ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην ἢ ὄροφον, ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου» Α. Β. 28, 28. 2) [[καθόλου]], [[μέγας]], [[πολύς]], [[ἄμετρος]], [[στράτευμα]] Πλούτ. 2. 866Α· [[πέλαγος]] ὁ αὐτ. Κικ. 6. | |lstext='''ἀχᾰνής''': -ές, ([[χάσκω]], χανεῖν) «[[ἄφθογγος]]. μὴ ἀνοίγων [[στόμα]]» (Ἡσύχ.)· ἀχανὴς... [[ἄφωνος]] Ἡγύσιππ, ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25, Πολύβ. 7. 17, 5, Λουκ. Ἰκαρομ. 23: ― ἐν Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 29, δι’ ἀχανοῦς, διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος. ΙΙ. (α εὔφων.) χάσκων, κρημνὸς Τίμαι. ἐν Ἀποσπ. 28· ἴδε Οὐϋττεμβ. 2. 76C· [[χάσμα]] Παρμεν. 18: ― τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον κενόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 16· «ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην ἢ ὄροφον, ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου» Α. Β. 28, 28. 2) [[καθόλου]], [[μέγας]], [[πολύς]], [[ἄμετρος]], [[στράτευμα]] Πλούτ. 2. 866Α· [[πέλαγος]] ὁ αὐτ. Κικ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> largement ouvert, béant;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> immense, infini.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (χάσκω, χανεῖν)
A not opening the mouth, of one mute with astonishment, Hegesipp.Com.1.25, Plb.7.17.5, Luc.Icar.23, Alciphr. 3.20; also δι' ἀχανοῦς through a narrow opening, Thphr.Vent.29. II yawning, κρημνός Timae. 28; χάσμα AP9.423 (Bianor), J.AJ7.10.2; without a lid, Hero Aut.28.4; wide-mouthed, τεῦχος Diocl. ap. Orib. 5.4.2, cf. Antyll.ib.44.8.12; open, ἀ. καὶ ἀνώροφος νεώς D.C.37.17; open, unoccupied, of building land, POxy.1702.3 (iii A. D.); χάσμα Parm.1.18; σκότος LXX Wi.19.17, cf. Lyr.Anon.in PFay.2ii20; τὸ ἀχανές the yawning gulf, Arist.Mete.367a19; ἡ ἀ. χώρα Ph.1.7; ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην . . ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου, S.Fr.1030; ὄψει πάντα ἀχανῆ PMag.Par.1.1107. 2 generally, vast, immense, στράτευμα Plu. 2.866b; πέλαγος Id.Cic.6, Jul.Or.4.142c.
German (Pape)
[Seite 417] ές (χαίνω), 1) den Mund nicht öffnend, geschlossen, Theophr.; vor Staunen nicht redend, stumm, neben ἄφωνος Hegesipp. bei Ath. VII, 290 d; Pol. 7, 17 u. öfter; Luc. Icarom. 33. – 2) mit α euphon., nach den Alten intensiv., weit gähnend, bes. Sp., πέλαγος Plut. Alex. 31 u. oft, wie χώρα, στράτευμα, πεδίον; εἰς ἀχανές, ins Weite, in die Ferne, Arist. Meteorl. 1, 3, 16. Nach B. A. p. 28 brauchte es Soph. frg. 852 = μὴ ἔχων στέγην ἢ ὄροφον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχᾰνής: -ές, (χάσκω, χανεῖν) «ἄφθογγος. μὴ ἀνοίγων στόμα» (Ἡσύχ.)· ἀχανὴς... ἄφωνος Ἡγύσιππ, ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25, Πολύβ. 7. 17, 5, Λουκ. Ἰκαρομ. 23: ― ἐν Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 29, δι’ ἀχανοῦς, διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος. ΙΙ. (α εὔφων.) χάσκων, κρημνὸς Τίμαι. ἐν Ἀποσπ. 28· ἴδε Οὐϋττεμβ. 2. 76C· χάσμα Παρμεν. 18: ― τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον κενόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 16· «ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην ἢ ὄροφον, ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου» Α. Β. 28, 28. 2) καθόλου, μέγας, πολύς, ἄμετρος, στράτευμα Πλούτ. 2. 866Α· πέλαγος ὁ αὐτ. Κικ. 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 largement ouvert, béant;
2 p. ext. immense, infini.
Étymologie: ἀ, χαίνω.