αὐτοσχεδόν: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοσχεδόν''': Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ [[σύνεγγυς]], [[ὁμόθεν]], ἐκ χειρός, [[συστάδην]], Λατ. cominus, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μάχης ἐκ τοῦ [[σύνεγγυς]], ξιφέεσσ’ αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Ἰλ. Η. 273· δῄουν ἀλλήλους αὐτοσχεδὸν Ο. 708· αὐτ. ὡρμήθησαν Ν. 496· πρβλ. Ὀδ. Χ. 293: ― καὶ [[ἅπαξ]], αὐτοσχεδὰ δουρὶ... ἐπόρουσε Ἰλ. Ἰλ. Π. 319· [[αὐτοσχέδιος]]. 2) [[μετὰ]] γεν. πλησίον, [[ἀλλήλων]] Ἄρατ. 901. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[εὐθύς]], [[παραχρῆμα]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 12., Γ. 148, κτλ. | |lstext='''αὐτοσχεδόν''': Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ [[σύνεγγυς]], [[ὁμόθεν]], ἐκ χειρός, [[συστάδην]], Λατ. cominus, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μάχης ἐκ τοῦ [[σύνεγγυς]], ξιφέεσσ’ αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Ἰλ. Η. 273· δῄουν ἀλλήλους αὐτοσχεδὸν Ο. 708· αὐτ. ὡρμήθησαν Ν. 496· πρβλ. Ὀδ. Χ. 293: ― καὶ [[ἅπαξ]], αὐτοσχεδὰ δουρὶ... ἐπόρουσε Ἰλ. Ἰλ. Π. 319· [[αὐτοσχέδιος]]. 2) [[μετὰ]] γεν. πλησίον, [[ἀλλήλων]] Ἄρατ. 901. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[εὐθύς]], [[παραχρῆμα]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 12., Γ. 148, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> sur le lieu même ; de près;<br /><b>2</b> sur-le-champ, aussitôt, en hâte.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[σχεδόν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A near at hand, hand to hand, in Hom. always of close fight, ξιφέεσσ' αὐ. οὐτάζοντο Il.7.273; δῄουν ἀλλήλους αὐ. 15.708; αὐ. ὡρμήθησαν 13.496, cf. Od.22.293:—once also αὐτοσχεδὰ δουρὶ . . ἐπόρουσε Il.16.319; cf. αὐτοσχέδιος. 2 c. gen., near, close to, ἀλλήλῶν Arat.901. II of Time, on the spot, at once, A.R. 1.12, 3.148.
German (Pape)
[Seite 403] in der Nähe, μάχεσθαι, Mann gegen Mann kämpfen, Il. 15, 386; οὐτάζειν, δῃόω, 7, 273. 15, 708, in der Nähe, mit dem Schwerte verwunden; vgl. Hes. Sc. 190; ὁρμηθῆναι Il. 17, 530; auch αὐτοσχεδά; – nahe bei, τινός Arat. 901; von der Zeit, alsbald, Ap. Rh. 1, 12, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδόν: Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ὁμόθεν, ἐκ χειρός, συστάδην, Λατ. cominus, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μάχης ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ξιφέεσσ’ αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Ἰλ. Η. 273· δῄουν ἀλλήλους αὐτοσχεδὸν Ο. 708· αὐτ. ὡρμήθησαν Ν. 496· πρβλ. Ὀδ. Χ. 293: ― καὶ ἅπαξ, αὐτοσχεδὰ δουρὶ... ἐπόρουσε Ἰλ. Ἰλ. Π. 319· αὐτοσχέδιος. 2) μετὰ γεν. πλησίον, ἀλλήλων Ἄρατ. 901. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, εὐθύς, παραχρῆμα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 12., Γ. 148, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sur le lieu même ; de près;
2 sur-le-champ, aussitôt, en hâte.
Étymologie: αὐτός, σχεδόν.