ἀφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφροσύνη''': [ῠ], ἡ, ([[ἄφρων]]) [[ἔλλειψις]] φρονήσεως, [[ἀνοησία]], ἀπερισκεψία, [[μωρία]], Ὅμ. ἐν τῷ πληθ., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Ὀδ. Ω. 456, πρβλ. Π. 278· ἐν τῷ ἑνικ., οὐ δὲ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Ἰλ. Η. 110, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146., 9. 82: κοῦφαι ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1230· καταφρόνησιν ἣ.. ἀφρ. μετωνόμασται Θουκ. 1. 122· ἀντίθ. τῷ [[σωφροσύνη]] ἢ [[σοφία]], Πλάτ. Πρωτ. 332Ε.
|lstext='''ἀφροσύνη''': [ῠ], ἡ, ([[ἄφρων]]) [[ἔλλειψις]] φρονήσεως, [[ἀνοησία]], ἀπερισκεψία, [[μωρία]], Ὅμ. ἐν τῷ πληθ., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Ὀδ. Ω. 456, πρβλ. Π. 278· ἐν τῷ ἑνικ., οὐ δὲ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Ἰλ. Η. 110, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146., 9. 82: κοῦφαι ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1230· καταφρόνησιν ἣ.. ἀφρ. μετωνόμασται Θουκ. 1. 122· ἀντίθ. τῷ [[σωφροσύνη]] ἢ [[σοφία]], Πλάτ. Πρωτ. 332Ε.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />démence, folie ; [[αἱ]] ἀφροσύναι actes de folies, paroles <i>ou</i> actions déraisonnables.<br />'''Étymologie:''' [[ἄφρων]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφροσύνη Medium diacritics: ἀφροσύνη Low diacritics: αφροσύνη Capitals: ΑΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: aphrosýnē Transliteration B: aphrosynē Transliteration C: afrosyni Beta Code: a)frosu/nh

English (LSJ)

ἡ, (ἄφρων)

   A folly, thoughtlessness, freq. in pl., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Od.24.457, cf. 16.278: in sg., οὐδέ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Il.7.110, cf. Democr.254, Hdt.3.146, 9.82; κοῦφαι ἀ. S.OC1230 (lyr.); καταφρόνησιν ἢ . . ἀ. μετωνόμασται Th.1.122; opp. σωφροσύνη and σοφία, Pl.Prt.332e; συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή Arist.EN1146a27.

German (Pape)

[Seite 415] ἡ, Unvernunft, Thorheit, von Hom. an überall, auch im plur., Od. 16, 278. Bei Plat. theils der σωφροσύνη, theils der σοφία entgeggstzt, Prot. 332 e. Bei Xen. Cyr. 4, 2, 41 = die Besinnungslosigkeit des Rausches.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφροσύνη: [ῠ], ἡ, (ἄφρων) ἔλλειψις φρονήσεως, ἀνοησία, ἀπερισκεψία, μωρία, Ὅμ. ἐν τῷ πληθ., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Ὀδ. Ω. 456, πρβλ. Π. 278· ἐν τῷ ἑνικ., οὐ δὲ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Ἰλ. Η. 110, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146., 9. 82: κοῦφαι ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1230· καταφρόνησιν ἣ.. ἀφρ. μετωνόμασται Θουκ. 1. 122· ἀντίθ. τῷ σωφροσύνησοφία, Πλάτ. Πρωτ. 332Ε.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
démence, folie ; αἱ ἀφροσύναι actes de folies, paroles ou actions déraisonnables.
Étymologie: ἄφρων.