ἀψίνθιον: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀψίνθιον''': τό, τὸ φυτὸν ἡ ἀψινθιά, Ἱππ. 491. 1, 619. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 12., 1, κτλ.· ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν [[μέλι]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 160· - [[ὡσαύτως]] ἄψινθος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 13, Ν. Διαθ. καὶ ἀψινθία, ἡ, Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 487: ἀψινθιάζω, εἶμαι πικρὸς ὡς τὸ [[ἀψίνθιον]], Βυζ.· - ἀψινθᾶτον (ἐνν. [[πρόπομα]]), τό, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15·- ἀψινθίζομαι, καθίσταμαι πικρὸς ὡς τὸ [[ἀψίνθιον]], Εὐστ. Πονημάτ. 103. 65·- ἀψίνθινος, η, ον, ἐξ ἀψινθίου παρεσκευασμένος, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15.
|lstext='''ἀψίνθιον''': τό, τὸ φυτὸν ἡ ἀψινθιά, Ἱππ. 491. 1, 619. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 12., 1, κτλ.· ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν [[μέλι]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 160· - [[ὡσαύτως]] ἄψινθος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 13, Ν. Διαθ. καὶ ἀψινθία, ἡ, Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 487: ἀψινθιάζω, εἶμαι πικρὸς ὡς τὸ [[ἀψίνθιον]], Βυζ.· - ἀψινθᾶτον (ἐνν. [[πρόπομα]]), τό, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15·- ἀψινθίζομαι, καθίσταμαι πικρὸς ὡς τὸ [[ἀψίνθιον]], Εὐστ. Πονημάτ. 103. 65·- ἀψίνθινος, η, ον, ἐξ ἀψινθίου παρεσκευασμένος, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />absinthe, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG indigène préhellénique.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψίνθιον Medium diacritics: ἀψίνθιον Low diacritics: αψίνθιον Capitals: ΑΨΙΝΘΙΟΝ
Transliteration A: apsínthion Transliteration B: apsinthion Transliteration C: apsinthion Beta Code: a)yi/nqion

English (LSJ)

τό,

   A wormwood, Artemisia Absinthium, Hp.Morb.3.11, Mul.1.74, X.An. 1.5.1, Thphr.HP1.12.1, Dsc.3.23; ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι Men.708:—also ἄψινθος, ἡ, Aret.CD1.13, but ὁ, Apoc.8.11; and ἀψινθία, ἡ, Alex. Trall.1.10.    II ἀψίνθιον, = ἀβρότονον, Ps.-Dsc.3.24.    2 = Artemisia monosperma, Aq.Pr.5.4.    3 ἀ. θαλάσσιον, = σέριφον, Dsc.3.23.

German (Pape)

[Seite 421] τό, Wermuth, Xen. An. 1, 5, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψίνθιον: τό, τὸ φυτὸν ἡ ἀψινθιά, Ἱππ. 491. 1, 619. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 12., 1, κτλ.· ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 160· - ὡσαύτως ἄψινθος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 13, Ν. Διαθ. καὶ ἀψινθία, ἡ, Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 487: ἀψινθιάζω, εἶμαι πικρὸς ὡς τὸ ἀψίνθιον, Βυζ.· - ἀψινθᾶτον (ἐνν. πρόπομα), τό, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15·- ἀψινθίζομαι, καθίσταμαι πικρὸς ὡς τὸ ἀψίνθιον, Εὐστ. Πονημάτ. 103. 65·- ἀψίνθινος, η, ον, ἐξ ἀψινθίου παρεσκευασμένος, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
absinthe, plante.
Étymologie: DELG indigène préhellénique.