βεβαιωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βεβαιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, παρέχων βεβαιότητα, Διον. Ἁλ. 1. 1242. 2) ἐπὶ δικανικῆς σημασίας, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, [[ἐγγυητής]], Λατ. fidejussor. Πολύβ. 2. 40. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 2693 e· β. τῆς ὠνῆς 2694 a· ‒ οὕτω, βεβαιωτήρ, ῆρος, ὁ, Δελφ. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702 κ. ἀλλ.
|lstext='''βεβαιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, παρέχων βεβαιότητα, Διον. Ἁλ. 1. 1242. 2) ἐπὶ δικανικῆς σημασίας, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, [[ἐγγυητής]], Λατ. fidejussor. Πολύβ. 2. 40. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 2693 e· β. τῆς ὠνῆς 2694 a· ‒ οὕτω, βεβαιωτήρ, ῆρος, ὁ, Δελφ. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702 κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui assure <i>ou</i> affirme;<br /><b>2</b> celui qui décide, arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[βεβαιόω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιωτής Medium diacritics: βεβαιωτής Low diacritics: βεβαιωτής Capitals: ΒΕΒΑΙΩΤΗΣ
Transliteration A: bebaiōtḗs Transliteration B: bebaiōtēs Transliteration C: vevaiotis Beta Code: bebaiwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who gives assurance of a thing, authority, ἀμφισβητουμένων Plb.4.40.3 (pl.); ἱστορίας D.H.1.28, cf. 3.67, al.; confirmatory, λόγοι Phld.Sign.29.    2 legal surety, τοῦ μόνιμον τὴν ὁμόνοιαν γενέσθαι Plb.2.40.2; β. τῆς πίστεως παρέχεσθαι Plu. Flam.4; warrantor in sales, SIG2832 (Amphipolis), etc.

German (Pape)

[Seite 440] ὁ, Bestätiger, Bekräftiger, Gewährsmann. Pol. 2, 40; πίστεως Plut. Flam. 4 u. öfter; Dion. Hal. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, παρέχων βεβαιότητα, Διον. Ἁλ. 1. 1242. 2) ἐπὶ δικανικῆς σημασίας, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, ἐγγυητής, Λατ. fidejussor. Πολύβ. 2. 40. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 2693 e· β. τῆς ὠνῆς 2694 a· ‒ οὕτω, βεβαιωτήρ, ῆρος, ὁ, Δελφ. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 celui qui assure ou affirme;
2 celui qui décide, arbitre.
Étymologie: βεβαιόω.