βλαστημός: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βλαστημός''': ὁ, = [[βλάστη]] Ι. Αἰσχύλ. Θήβ. 12. Ἱκέτ. 317·- ὁ Herm. [[ὅμως]] θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς ἐπίθ. ἐν Ἱκέτ. ἔνθ΄ ἀνωτ. καὶ ἐν Θήβ. ἔνθ΄ ἀνωτ. ἀναγινώσκει βλαστησμὸς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 7, 372. | |lstext='''βλαστημός''': ὁ, = [[βλάστη]] Ι. Αἰσχύλ. Θήβ. 12. Ἱκέτ. 317·- ὁ Herm. [[ὅμως]] θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς ἐπίθ. ἐν Ἱκέτ. ἔνθ΄ ἀνωτ. καὶ ἐν Θήβ. ἔνθ΄ ἀνωτ. ἀναγινώσκει βλαστησμὸς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 7, 372. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> germe, pousse ; rejeton;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> floraison.<br />'''Étymologie:''' [[βλαστάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A growth, βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν A.Th.12, cf. Supp.318.
Greek (Liddell-Scott)
βλαστημός: ὁ, = βλάστη Ι. Αἰσχύλ. Θήβ. 12. Ἱκέτ. 317·- ὁ Herm. ὅμως θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς ἐπίθ. ἐν Ἱκέτ. ἔνθ΄ ἀνωτ. καὶ ἐν Θήβ. ἔνθ΄ ἀνωτ. ἀναγινώσκει βλαστησμὸς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 7, 372.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 germe, pousse ; rejeton;
2 fig. floraison.
Étymologie: βλαστάνω.