ἀχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχρήμᾰτος''': -ον, ὁ στερούμενος χρημάτων ἢ μέσων, Ἡρόδ. 1. 89· ἀχρ. τὴν πόλιν ποιεῖν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 37· μήτ’ ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 167· πρβλ. [[ἀποχρήματος]].
|lstext='''ἀχρήμᾰτος''': -ον, ὁ στερούμενος χρημάτων ἢ μέσων, Ἡρόδ. 1. 89· ἀχρ. τὴν πόλιν ποιεῖν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 37· μήτ’ ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 167· πρβλ. [[ἀποχρήματος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans argent, pauvre;<br /><b>2</b> qui ne cause pas de dépenses.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χρῆμα]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρήμᾰτος Medium diacritics: ἀχρήματος Low diacritics: αχρήματος Capitals: ΑΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: achrḗmatos Transliteration B: achrēmatos Transliteration C: achrimatos Beta Code: a)xrh/matos

English (LSJ)

ον,

   A without money or means, Hdt.1.89, Timocl.9.7; ἀ. τὴν πόλιν ποιεῖν Arist.Pol.1271b16; μήτ' ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς on the poor, A.Pers.167.

German (Pape)

[Seite 419] (χρῆμα), ohne Geld, arm, Aesch. Pers. 165; Her. 1, 89 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρήμᾰτος: -ον, ὁ στερούμενος χρημάτων ἢ μέσων, Ἡρόδ. 1. 89· ἀχρ. τὴν πόλιν ποιεῖν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 37· μήτ’ ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 167· πρβλ. ἀποχρήματος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans argent, pauvre;
2 qui ne cause pas de dépenses.
Étymologie: ἀ, χρῆμα.