βούβαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βούβᾰλος''': ὁ, πιθ. = βούβαλις, [[διότι]] συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐλάφων καὶ δορκάδων, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 2, πρβλ. Πολύβ. 12. 5.
|lstext='''βούβᾰλος''': ὁ, πιθ. = βούβαλις, [[διότι]] συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐλάφων καὶ δορκάδων, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 2, πρβλ. Πολύβ. 12. 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />buffle, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[βοῦς]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούβᾰλος Medium diacritics: βούβαλος Low diacritics: βούβαλος Capitals: ΒΟΥΒΑΛΟΣ
Transliteration A: boúbalos Transliteration B: boubalos Transliteration C: voyvalos Beta Code: bou/balos

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Arist.PA663a11, Plb.12.3.5, D.S.2.51, Str. 17.3.4, Ph.2.353, J.AJ8.2.4, Opp.C.2.300.    II = ἀστράγαλος, Hsch.    III buffalo, Agath.1.4.

German (Pape)

[Seite 455] ὁ, Büffel, Pol. 12, 3; D. Sic. 2, 51; vgl. Opp. C. 2, 300.

Greek (Liddell-Scott)

βούβᾰλος: ὁ, πιθ. = βούβαλις, διότι συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐλάφων καὶ δορκάδων, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 2, πρβλ. Πολύβ. 12. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buffle, animal.
Étymologie: DELG cf. βοῦς.