βρέτας: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρέτας''': τό, γεν. βρέτεος· πληθ., ὀν. καὶ αἰτ. βρέτεα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 463, ἀλλὰ βρέτη Θήβ. 95, 185, κτλ.· γεν. βρετέων ὁ αὐτ. 97, Ἱκέτ. 430· Ἐπ. δοτ. βρετάεσσιν Νίκανδ. παρ’ Ἀθην. 684D· ‒ ξύλινον [[ὁμοίωμα]] θεοῦ, [[ξόανον]], ὁ αὐτ. Εὐμ. 80, 242, 258, 409, Εὐρ. Ἀλκ. 974, Ἀριστοφ. Ἱππ. 31, κτλ.· ἀνθρώπου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 958· ‒ παρὰ πεζοῖς, Στράβ. 3 2) παρ’ Ἀναξανδρ. Διδ. 1, ἁπλῆ [[εἰκών]], μόνον [[ὁμοίωμα]] «[[ξόανον]]», δηλ. [[ἀναίσθητος]], [[βλάξ]]. | |lstext='''βρέτας''': τό, γεν. βρέτεος· πληθ., ὀν. καὶ αἰτ. βρέτεα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 463, ἀλλὰ βρέτη Θήβ. 95, 185, κτλ.· γεν. βρετέων ὁ αὐτ. 97, Ἱκέτ. 430· Ἐπ. δοτ. βρετάεσσιν Νίκανδ. παρ’ Ἀθην. 684D· ‒ ξύλινον [[ὁμοίωμα]] θεοῦ, [[ξόανον]], ὁ αὐτ. Εὐμ. 80, 242, 258, 409, Εὐρ. Ἀλκ. 974, Ἀριστοφ. Ἱππ. 31, κτλ.· ἀνθρώπου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 958· ‒ παρὰ πεζοῖς, Στράβ. 3 2) παρ’ Ἀναξανδρ. Διδ. 1, ἁπλῆ [[εἰκών]], μόνον [[ὁμοίωμα]] «[[ξόανον]]», δηλ. [[ἀναίσθητος]], [[βλάξ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τό) :<br /><i>pl.</i> τὰ [[βρέτη]];<br />statue de bois, idole grossière.<br />'''Étymologie:''' DELG t. médit. sans étym. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, gen. βρέτεος, dat.
A βρέτει A.Eu.259 (lyr.): pl., nom. and acc. βρέτεα Id.Supp.463, but βρέτη Id.Th.95 (lyr.), 185, etc.; gen. βρετέων ib.97 (lyr.), Supp.429 (lyr.); Ep. dat. βρετάεσσιν Nic. Fr.74.68:—wooden image of a god, A.Eu.80, al., E.Alc.974 (lyr.), Ar.Eq.31, etc.; of a man, IG7.118 (Megara): in Prose, Str.8.7.2, Jul.Or.1.29d. 2 mere image, of a blockhead, Anaxandr.11.
German (Pape)
[Seite 463] εος, τό, hölzernes Götterbild, Aesch. Spt. 94; Eur. Phoen. 1256 u. öfter; Ar. Equ. Bei Sp. auch in Prosa, Strab. – Nach B. A. 85 = ὁ ἀναίσθητος, aus Anaxandrid., vgl. E. M. 213, 6.
Greek (Liddell-Scott)
βρέτας: τό, γεν. βρέτεος· πληθ., ὀν. καὶ αἰτ. βρέτεα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 463, ἀλλὰ βρέτη Θήβ. 95, 185, κτλ.· γεν. βρετέων ὁ αὐτ. 97, Ἱκέτ. 430· Ἐπ. δοτ. βρετάεσσιν Νίκανδ. παρ’ Ἀθην. 684D· ‒ ξύλινον ὁμοίωμα θεοῦ, ξόανον, ὁ αὐτ. Εὐμ. 80, 242, 258, 409, Εὐρ. Ἀλκ. 974, Ἀριστοφ. Ἱππ. 31, κτλ.· ἀνθρώπου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 958· ‒ παρὰ πεζοῖς, Στράβ. 3 2) παρ’ Ἀναξανδρ. Διδ. 1, ἁπλῆ εἰκών, μόνον ὁμοίωμα «ξόανον», δηλ. ἀναίσθητος, βλάξ.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
pl. τὰ βρέτη;
statue de bois, idole grossière.
Étymologie: DELG t. médit. sans étym.