βρύον: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρύον''': τό, ([[βρύω]]) [[εἶδος]] λεπτοῦ φυτοῦ ἢ χόρτου ἐπὶ τῶν πετρῶν καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ φυομένου, Θεόκρ. 21. 7· βρ. θαλάσσιον Ἱππ. 610.14, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2, 29, κτλ.· [[ὡσαύτως]], φυτὸν τῶν ἑλῶν, Πλούτ. 2. 911F, Νικ. Θ. 416. ΙΙ. [[λειχήν]], ἐπὶ τῶν δένδρων αὐξανόμενος (ἴδε [[σφάκος]]), Διοσκ. 1. 20, Παῦλ. Αἰγ. ΙΙΙ. τὸ βρυοειδὲς [[ἄνθος]] πολλῶν φυτῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 14· [[καθόλου]]. [[ἄνθος]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 7, 3, Νίκ. Θ. 71, 898· ― [[ὅθεν]] ἡ ἄρρην [[δάφνη]] καλεῖται βρυο-[[φόρος]], φέρουσα βρυοειδὲς [[ἄνθος]], Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2.11, 4. | |lstext='''βρύον''': τό, ([[βρύω]]) [[εἶδος]] λεπτοῦ φυτοῦ ἢ χόρτου ἐπὶ τῶν πετρῶν καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ φυομένου, Θεόκρ. 21. 7· βρ. θαλάσσιον Ἱππ. 610.14, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2, 29, κτλ.· [[ὡσαύτως]], φυτὸν τῶν ἑλῶν, Πλούτ. 2. 911F, Νικ. Θ. 416. ΙΙ. [[λειχήν]], ἐπὶ τῶν δένδρων αὐξανόμενος (ἴδε [[σφάκος]]), Διοσκ. 1. 20, Παῦλ. Αἰγ. ΙΙΙ. τὸ βρυοειδὲς [[ἄνθος]] πολλῶν φυτῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 14· [[καθόλου]]. [[ἄνθος]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 7, 3, Νίκ. Θ. 71, 898· ― [[ὅθεν]] ἡ ἄρρην [[δάφνη]] καλεῖται βρυο-[[φόρος]], φέρουσα βρυοειδὲς [[ἄνθος]], Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2.11, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />mousse;<br /><b>1</b> mousse marine;<br /><b>2</b> mousse d’arbre, lichen ; végétation parasite.<br />'''Étymologie:''' [[βρύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό, (βρύω)
A oyster-green, Ulva Lactuca, β. θαλάσσιον Hp. Mul.1.53, cf. Arist.HA591b12, Dsc.4.98: pl., Plu.Caes.52; β. alone, Nic. Th.792; also, a marsh-plant, ib.415. II tree-moss, Usnea barbata, Theoc.21.7, Dsc.1.21. III liverwort, Marchantia polymorpha, Id.4.53. IV clustering male blossom of the hazel, Arist. HA624a34: generally, catkin, Thphr.HP3.7.3, Nic.Th.71,898. V = καυκαλίς, Democr. ap. Ps.-Dsc.2.139.
German (Pape)
[Seite 466] τό, 1) Moos, bes. Seemoos, Hippocr., Theophr. u. Sp.; seltener Baummoos, Diosc. – 2) Kätzchen, traubenförmige Blüthe mehrerer Gewächse, Theophr.; übh. Blüthe, Nic. Th. 71. 898.
Greek (Liddell-Scott)
βρύον: τό, (βρύω) εἶδος λεπτοῦ φυτοῦ ἢ χόρτου ἐπὶ τῶν πετρῶν καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ φυομένου, Θεόκρ. 21. 7· βρ. θαλάσσιον Ἱππ. 610.14, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2, 29, κτλ.· ὡσαύτως, φυτὸν τῶν ἑλῶν, Πλούτ. 2. 911F, Νικ. Θ. 416. ΙΙ. λειχήν, ἐπὶ τῶν δένδρων αὐξανόμενος (ἴδε σφάκος), Διοσκ. 1. 20, Παῦλ. Αἰγ. ΙΙΙ. τὸ βρυοειδὲς ἄνθος πολλῶν φυτῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 14· καθόλου. ἄνθος, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 7, 3, Νίκ. Θ. 71, 898· ― ὅθεν ἡ ἄρρην δάφνη καλεῖται βρυο-φόρος, φέρουσα βρυοειδὲς ἄνθος, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2.11, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mousse;
1 mousse marine;
2 mousse d’arbre, lichen ; végétation parasite.
Étymologie: βρύω.