δεκαέτηρος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεκαέτηρος''': -ον, ([[ἔτος]]) ὁ [[δέκα]] ἔτη [[μακρός]], [[χρόνος]] δ., χρονικὴ [[περίοδος]] [[δέκα]] ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς [[πανήγυρις]], ἡ διὰ [[δέκα]] ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - [[ὡσαύτως]] δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610. | |lstext='''δεκαέτηρος''': -ον, ([[ἔτος]]) ὁ [[δέκα]] ἔτη [[μακρός]], [[χρόνος]] δ., χρονικὴ [[περίοδος]] [[δέκα]] ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς [[πανήγυρις]], ἡ διὰ [[δέκα]] ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - [[ὡσαύτως]] δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />décennal.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἔτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἔτος)
A ten-yearly: χρόνος δ. a space of ten years. Pl.Lg.772b codd.:— fem. δεκα-ετηρὶς πανήγυρις D.C.57.24: more freq. as Subst., period of ten years, prob. in Pl.l.c., Vett. Val.252.9, OGI722 (Egypt, iv A.D.):— also δεκα-ετηρία, ἡ, title of Orphic work, Suid.
German (Pape)
[Seite 542] χρόνος, eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαέτηρος: -ον, (ἔτος) ὁ δέκα ἔτη μακρός, χρόνος δ., χρονικὴ περίοδος δέκα ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς πανήγυρις, ἡ διὰ δέκα ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - ὡσαύτως δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.