Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάημι: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάημι''': παρατ. διάην, Ἐπ. [[ῥῆμα]], φυσῶ διά μέσου, [[διαπνέω]], μετ’ αἰτιατ., τοὺς [θάμνους]… οὔτ’ ἀνέμων διάη (διάει) [[μένος]] Ὀδ. Ε. 478, Τ. 440· [[πώεα]]… οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516· [[μετὰ]] γεν., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [[[Βορέας]]] [[αὐτόθι]] 514.
|lstext='''διάημι''': παρατ. διάην, Ἐπ. [[ῥῆμα]], φυσῶ διά μέσου, [[διαπνέω]], μετ’ αἰτιατ., τοὺς [θάμνους]… οὔτ’ ἀνέμων διάη (διάει) [[μένος]] Ὀδ. Ε. 478, Τ. 440· [[πώεα]]… οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516· [[μετὰ]] γεν., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [[[Βορέας]]] [[αὐτόθι]] 514.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. 3ᵉ sg.</i> [[διάει]];<br />souffler à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄημι]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάημι Medium diacritics: διάημι Low diacritics: διάημι Capitals: ΔΙΑΗΜΙ
Transliteration A: diáēmi Transliteration B: diaēmi Transliteration C: diaimi Beta Code: dia/hmi

English (LSJ)

[ᾰ], impf. διάην, Ep. Verb,

   A blow through, c. acc., τοὺς [θάμνους] . . οὔτ' ἀνέμων διάη μένος Od.5.478; πώεα . . οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Hes.Op.517: c. gen., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [Βορέας] ib.514.

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἄημι), durchwehen; Odyss. 5, 478. 19, 440 θάμνους –. τοὺς (λόχμῃ –. τὴν) μὲν ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων, var. lect. διάει, vgl. Scholl. – Hes. O. 514; τινός, 511; διά τινος, 517.

Greek (Liddell-Scott)

διάημι: παρατ. διάην, Ἐπ. ῥῆμα, φυσῶ διά μέσου, διαπνέω, μετ’ αἰτιατ., τοὺς [θάμνους]… οὔτ’ ἀνέμων διάη (διάει) μένος Ὀδ. Ε. 478, Τ. 440· πώεα… οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516· μετὰ γεν., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [[[Βορέας]]] αὐτόθι 514.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. διάει;
souffler à travers.
Étymologie: διά, ἄημι.