διαλογισμός: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλογισμός''': ὁ, [[ὑπολογισμός]], [[θεωρία]], [[συλλογισμός]], Δημ. 951. 20· [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. [[ὑπολογισμός]], [[θεωρία]], [[συλλογισμός]], Πλάτ. Ἀξ. 367Α, Στράβων 284, κτλ. ΙΙΙ. [[συνομιλία]], [[συζήτησις]], Πλούτ. 2. 180C. | |lstext='''διαλογισμός''': ὁ, [[ὑπολογισμός]], [[θεωρία]], [[συλλογισμός]], Δημ. 951. 20· [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. [[ὑπολογισμός]], [[θεωρία]], [[συλλογισμός]], Πλάτ. Ἀξ. 367Α, Στράβων 284, κτλ. ΙΙΙ. [[συνομιλία]], [[συζήτησις]], Πλούτ. 2. 180C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> calcul;<br /><b>2</b> raisonnement;<br /><b>3</b> conversation, discussion.<br />'''Étymologie:''' [[διαλογίζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A balancing of accounts, D.36.23, PRev.Laws17.17(pl.), IG5(1).1432.6 (Messene), etc.: hence, II calculation, consideration, Pl.Ax.367a; δ. λαβεῖν περὶ σφῶν αὐτῶν Str. 5.3.7; ὁ δ. οὗτος this consideration, Phld.D.1.15. III debate, argument, discussion, Epicur.Fr.138(pl.), Metrod.37, Plu.2.180c. IV circuit court, τοῦ νομοῦ δ. ποιῆσαι PLond.2.358.19, cf. BGU19i13 (ii A.D.). V judicial inquiry, PTeb.27.35 (ii B.C.), PFay.66.2 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 588] ὁ, 1) Zusammenrechnung, Abrechnung, mit dem Wechsler, Dem. 36, 23. – 2) Ueberlegung, καὶ φροντίδες Plat. Ax. 367 a; Plut. Pomp. 73 u. a. Sp., bes. N. T. – 3) Unterredung, Plut. Apophth. Alex. p. 101.
Greek (Liddell-Scott)
διαλογισμός: ὁ, ὑπολογισμός, θεωρία, συλλογισμός, Δημ. 951. 20· ἐντεῦθεν, ΙΙ. ὑπολογισμός, θεωρία, συλλογισμός, Πλάτ. Ἀξ. 367Α, Στράβων 284, κτλ. ΙΙΙ. συνομιλία, συζήτησις, Πλούτ. 2. 180C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 calcul;
2 raisonnement;
3 conversation, discussion.
Étymologie: διαλογίζομαι.