διαστροβέω: Difference between revisions

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστροβέω''': στροφοδινοῦμαι, περιδινοῦμαι διὰ μέσου, δ. [[πέλαγος]] Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκ. 1.
|lstext='''διαστροβέω''': στροφοδινοῦμαι, περιδινοῦμαι διὰ μέσου, δ. [[πέλαγος]] Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκ. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />s’élancer impétueusement à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στροβέω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστροβέω Medium diacritics: διαστροβέω Low diacritics: διαστροβέω Capitals: ΔΙΑΣΤΡΟΒΕΩ
Transliteration A: diastrobéō Transliteration B: diastrobeō Transliteration C: diastroveo Beta Code: diastrobe/w

English (LSJ)

   A stir up, πέλαγος Trag.Adesp.391.    2 = διασοβέω, Alciphr.3.9.

German (Pape)

[Seite 604] durchwirbeln, θύννος βολαῖος πέλαγος ὡς διαστροβεῖ p. bei Plut. Luc. 1; vgl. Alciphr, 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

διαστροβέω: στροφοδινοῦμαι, περιδινοῦμαι διὰ μέσου, δ. πέλαγος Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκ. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’élancer impétueusement à travers, acc..
Étymologie: διά, στροβέω.