δᾳδουχέω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾳδουχέω''': ἔχω τὸ [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]] τοῦ δᾳδούχου, [[φέρω]] πυρσόν, ἰδίως ἐν πομπαῖς, Εὐρ. Τρῳ. 343, Λουκ. Κατάπλ. 22· δᾳδουχήσας, διατελέσας ἐν τούτῳ τῷ ὑπουργήματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 387, 388, κ. ἀλλ. ΙΙ. μ. αἰτ., [[ἑορτάζω]] ([[μετὰ]] δᾴδων), τὰ μυστήρια Θεμίστ. 71Α· καὶ ἐν τῷ μέσ., [[γόον]], οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 413. ― Παθ., φωτίζομαι, Ἀθήν. 148C.
|lstext='''δᾳδουχέω''': ἔχω τὸ [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]] τοῦ δᾳδούχου, [[φέρω]] πυρσόν, ἰδίως ἐν πομπαῖς, Εὐρ. Τρῳ. 343, Λουκ. Κατάπλ. 22· δᾳδουχήσας, διατελέσας ἐν τούτῳ τῷ ὑπουργήματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 387, 388, κ. ἀλλ. ΙΙ. μ. αἰτ., [[ἑορτάζω]] ([[μετὰ]] δᾴδων), τὰ μυστήρια Θεμίστ. 71Α· καὶ ἐν τῷ μέσ., [[γόον]], οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 413. ― Παθ., φωτίζομαι, Ἀθήν. 148C.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> δᾳδουχήσω;<br />tenir une torche, dans les fêtes <i>ou</i> sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[δᾳδοῦχος]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾳδουχέω Medium diacritics: δᾳδουχέω Low diacritics: δαδουχέω Capitals: ΔΑΔΟΥΧΕΩ
Transliteration A: dāidouchéō Transliteration B: dadoucheō Transliteration C: dadoucheo Beta Code: da|douxe/w

English (LSJ)

   A carry a torch, esp. in pageants, E.Tr.343, Luc.Cat. 22.    2 hold the office of δᾳδοῦχος 1.1, IG2.1413,1414.    II c. acc., celebrate, τὰ μυστήρια Them.Or.5.71a:—Med., γόον οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Epigr.Gr.413:—Pass., to be illuminated, Socr.Rhod. 1.

German (Pape)

[Seite 513] Fackeln halten, und mit ihnen vorleuchten, Eur. Tr. 343; Luc. Cat. 22. Dah. = mit Fackeln feiern, μυστήρια Themist.; pass., mit Fackeln erleuchtet werden, Ath. IV, 148 c.

Greek (Liddell-Scott)

δᾳδουχέω: ἔχω τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ δᾳδούχου, φέρω πυρσόν, ἰδίως ἐν πομπαῖς, Εὐρ. Τρῳ. 343, Λουκ. Κατάπλ. 22· δᾳδουχήσας, διατελέσας ἐν τούτῳ τῷ ὑπουργήματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 387, 388, κ. ἀλλ. ΙΙ. μ. αἰτ., ἑορτάζω (μετὰ δᾴδων), τὰ μυστήρια Θεμίστ. 71Α· καὶ ἐν τῷ μέσ., γόον, οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 413. ― Παθ., φωτίζομαι, Ἀθήν. 148C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. δᾳδουχήσω;
tenir une torche, dans les fêtes ou sacrifices.
Étymologie: δᾳδοῦχος.