καλλίμορφος: Difference between revisions
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλίμορφος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, [[δέμας]] Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5. | |lstext='''καλλίμορφος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, [[δέμας]] Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de belle forme, beau, bien fait.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[μορφή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A beautifully formed, δέμας E.Andr.1155; Χορὸς τέκνων Id.HF925; ταὧς Antiph.175.5.
German (Pape)
[Seite 1310] schön gestaltet; δέμας Eur. Andr. 1150; χορὸς τέκνων Herc. Fur. 925; vom Pfau, Antiphan. bei Ath. XV, 655 b; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίμορφος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, δέμας Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de belle forme, beau, bien fait.
Étymologie: καλός, μορφή.