κυνοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυνοῦχος''': ὁ, (ἔχω) [[ἱμάς]], [[λωρίον]] δι’ οὗ κρατεῖ τις τὸν κύνα, ὁ τὸν κύνα κρατῶν [[δεσμός]], Ἀνθ. Π. 6. 298· κλοιὸς κ. [[αὐτόθι]] 107. ΙΙ. [[σάκκος]], [[πήρα]] ἐκ δέρματος κυνὸς ἐν χρήσει κατὰ τὸ [[κυνήγιον]], Ξεν. Κυν. 2, 9.
|lstext='''κυνοῦχος''': ὁ, (ἔχω) [[ἱμάς]], [[λωρίον]] δι’ οὗ κρατεῖ τις τὸν κύνα, ὁ τὸν κύνα κρατῶν [[δεσμός]], Ἀνθ. Π. 6. 298· κλοιὸς κ. [[αὐτόθι]] 107. ΙΙ. [[σάκκος]], [[πήρα]] ἐκ δέρματος κυνὸς ἐν χρήσει κατὰ τὸ [[κυνήγιον]], Ξεν. Κυν. 2, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui retient les chiens ; ὁ [[κυνοῦχος]] collier;<br /><b>2</b> sac de peau.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ἔχω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[δέραιον]], [[κλοιός]], κυνάγχη, [[λαιμοπέδη]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοῦχος Medium diacritics: κυνοῦχος Low diacritics: κυνούχος Capitals: ΚΥΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: kynoûchos Transliteration B: kynouchos Transliteration C: kynoychos Beta Code: kunou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω)

   A dog-leash, AP6.298 (Leon.), acc. to Suid., but more prob. in signf. 111; κλοιὸς κ. dog-collar, ib.107 (Phil.).    II calf-skin sack, for carrying hunting-nets, etc., X.Cyn.2.9; also, for use as a clothes-locker in the gymnasium, Poll.10.64.    III purse, money-bag, PCair.Zen.22.22 (iii B.C.), Inscr.Délos442A7, 461A a7 (ii B.C.), Ael.Dion.Fr.206, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

κυνοῦχος: ὁ, (ἔχω) ἱμάς, λωρίον δι’ οὗ κρατεῖ τις τὸν κύνα, ὁ τὸν κύνα κρατῶν δεσμός, Ἀνθ. Π. 6. 298· κλοιὸς κ. αὐτόθι 107. ΙΙ. σάκκος, πήρα ἐκ δέρματος κυνὸς ἐν χρήσει κατὰ τὸ κυνήγιον, Ξεν. Κυν. 2, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui retient les chiens ; ὁ κυνοῦχος collier;
2 sac de peau.
Étymologie: κύων, ἔχω.
Syn. δέραιον, κλοιός, κυνάγχη, λαιμοπέδη.