παραπομπός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπομπός''': -όν, ὁ συνοδεύων, ἡ παρ. [[ναῦς]], [[πλοῖον]] πολεμικὸν συνοδεῦον ἐμπορικὸν πρὸς ἀσφάλειαν, Πολύβ. 1. 52, 5, πρβλ. 15. 2, 6· - [[ὡσαύτως]] = [[παράνυμφος]], Ἡσύχ. ἐν λ. πάροχοι.
|lstext='''παραπομπός''': -όν, ὁ συνοδεύων, ἡ παρ. [[ναῦς]], [[πλοῖον]] πολεμικὸν συνοδεῦον ἐμπορικὸν πρὸς ἀσφάλειαν, Πολύβ. 1. 52, 5, πρβλ. 15. 2, 6· - [[ὡσαύτως]] = [[παράνυμφος]], Ἡσύχ. ἐν λ. πάροχοι.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui sert d’escorte, qui escorte;<br /><b>2</b> qui transporte.<br />'''Étymologie:''' [[παραπέμπω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπομπός Medium diacritics: παραπομπός Low diacritics: παραπομπός Capitals: ΠΑΡΑΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: parapompós Transliteration B: parapompos Transliteration C: parapompos Beta Code: parapompo/s

English (LSJ)

όν, = foreg., π. νῆες ships

   A attending as convoy, Plb.1.52.5, cf. 15.2.6.    2 purveyor, POxy.1844.1 (vi A.D.).    II (proparox.) = παράνυμφος, Hsch. s.v.πάροχοι.

German (Pape)

[Seite 495] begleitend, geleitend, zum Schutz, ναῦς, Pol. 1, 52, 5. 15, 2, 6 u. Sp., auch herbeischaffend, zuführend.

Greek (Liddell-Scott)

παραπομπός: -όν, ὁ συνοδεύων, ἡ παρ. ναῦς, πλοῖον πολεμικὸν συνοδεῦον ἐμπορικὸν πρὸς ἀσφάλειαν, Πολύβ. 1. 52, 5, πρβλ. 15. 2, 6· - ὡσαύτως = παράνυμφος, Ἡσύχ. ἐν λ. πάροχοι.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui sert d’escorte, qui escorte;
2 qui transporte.
Étymologie: παραπέμπω.