δορά: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δορά''': ἡ, ([[δέρω]]) δέρμα ἐκδαρέν, δορὰ ζῴων, Λατ. pellis, δ. αἰγῶν Θέογν. 55, [[ἔνθα]] ἴδε Brunck θηρῶν Εὐρ. Κύκλ. 330· πτηνῶν, Ἡρόδ. 4. 175· ἀνθρώπων, Πλάτ. Εὐθυδ. 285D, Συμπ. 221Ε. 2) σπανίως ἐπὶ τοῦ δέρματος εὐρισκομένου ἐπὶ τοῦ σώματος, cutis, Ἡλιόδ. 9.18. | |lstext='''δορά''': ἡ, ([[δέρω]]) δέρμα ἐκδαρέν, δορὰ ζῴων, Λατ. pellis, δ. αἰγῶν Θέογν. 55, [[ἔνθα]] ἴδε Brunck θηρῶν Εὐρ. Κύκλ. 330· πτηνῶν, Ἡρόδ. 4. 175· ἀνθρώπων, Πλάτ. Εὐθυδ. 285D, Συμπ. 221Ε. 2) σπανίως ἐπὶ τοῦ δέρματος εὐρισκομένου ἐπὶ τοῦ σώματος, cutis, Ἡλιόδ. 9.18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />peau écorchée ; peau travaillée (<i>lat.</i> pellis).<br />'''Étymologie:''' R. Δαρ, écorcher ; cf. [[δέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ἡ, (δέρω)
A skin when taken off, hide, of beasts, δ. αἰγῶν Thgn.55; θηρῶν E.Cyc.330, cf. Diog.Oen.10; of birds, Hdt.4.175; of men, Pl.Euthd.285c; σατύρου Id.Smp.221e; grape-skin, Ruf. Anat.12. 2 rarely, skin on the living body, Ph.2.100, Hld.9.18. II flaying, Gal.2.423.
δορά (B),
A = δοκός (Cret.), EM284.12; cf. δόρυ.
German (Pape)
[Seite 658] ἡ (δέρω), die abgezogene Haut, Fell, Aesch. frg. 96; Eur. Cycl. 329; Plat. Euthyd. 285 d u. A.; auch von Menschen, Plut. Pelop. 21. Bei Hel. 3, 8. 9, 18 die noch auf dem Körper befindliche Haut. – Nach E. M. bei den Kretern = der Balken.
Greek (Liddell-Scott)
δορά: ἡ, (δέρω) δέρμα ἐκδαρέν, δορὰ ζῴων, Λατ. pellis, δ. αἰγῶν Θέογν. 55, ἔνθα ἴδε Brunck θηρῶν Εὐρ. Κύκλ. 330· πτηνῶν, Ἡρόδ. 4. 175· ἀνθρώπων, Πλάτ. Εὐθυδ. 285D, Συμπ. 221Ε. 2) σπανίως ἐπὶ τοῦ δέρματος εὐρισκομένου ἐπὶ τοῦ σώματος, cutis, Ἡλιόδ. 9.18.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
peau écorchée ; peau travaillée (lat. pellis).
Étymologie: R. Δαρ, écorcher ; cf. δέρω.