δράμημα: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δράμημα''': ἢ [[δρόμημα]], τό, τρέξιμον, [[δρόμος]], ἀγὼν δρόμου· ὁ πρῶτος [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. 8. 98, Αἰσχύλ. Πέρσ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 193, Ἴων παρ’ Ἀθην. 468C· ὁ [[δεύτερος]] ἐν Εὐρ. Μηδ. 1180, Φοιν. 1388, Βάκχ. 870, κτλ.· κυμάτων δραμήμασιν Τρῳ. 688. - Ὁ Blomf, προτείνει τὴν γραφὴν [[δρόμημα]] [[πανταχοῦ]], ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 618 κἑξ. | |lstext='''δράμημα''': ἢ [[δρόμημα]], τό, τρέξιμον, [[δρόμος]], ἀγὼν δρόμου· ὁ πρῶτος [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. 8. 98, Αἰσχύλ. Πέρσ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 193, Ἴων παρ’ Ἀθην. 468C· ὁ [[δεύτερος]] ἐν Εὐρ. Μηδ. 1180, Φοιν. 1388, Βάκχ. 870, κτλ.· κυμάτων δραμήμασιν Τρῳ. 688. - Ὁ Blomf, προτείνει τὴν γραφὴν [[δρόμημα]] [[πανταχοῦ]], ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 618 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />course.<br />'''Étymologie:''' [[δραμεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, to/ (cf. EM316.50),
A running, course, Hdt.8.98, A.Pers.247 (anap.), S.OT193 (lyr.), Ichn.74, Ion Trag.1, E.Ba.872 (lyr.), al.; κυμάτων δ. Id.Tr.693 (pl.): the later form δρόμημα is found in codd. of Id.Med.1180, al., cf. APl.5.385 (pl.), Ar.Byz.Epit. 73.14.
German (Pape)
[Seite 665] τό, der Lauf; Her. 8, 98; Soph. O. R. 193. Vgl. δρόμημα, u. Lob. Phryn. p. 618 ff
Greek (Liddell-Scott)
δράμημα: ἢ δρόμημα, τό, τρέξιμον, δρόμος, ἀγὼν δρόμου· ὁ πρῶτος τύπος ἀπαντᾷ ἐν ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. 8. 98, Αἰσχύλ. Πέρσ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 193, Ἴων παρ’ Ἀθην. 468C· ὁ δεύτερος ἐν Εὐρ. Μηδ. 1180, Φοιν. 1388, Βάκχ. 870, κτλ.· κυμάτων δραμήμασιν Τρῳ. 688. - Ὁ Blomf, προτείνει τὴν γραφὴν δρόμημα πανταχοῦ, ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 618 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
course.
Étymologie: δραμεῖν.