δμητήρ: Difference between revisions
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δμητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ [[δαμαστής]], ἵππων Ὕμν. Ὁμ. 21. 5, Ἀλκμὰν παρὰ Σχολ. Πινδ.˙ - θηλ., νὺξ δμήτειρα θεῶν, Ἰλ. Ξ.. 259. | |lstext='''δμητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ [[δαμαστής]], ἵππων Ὕμν. Ὁμ. 21. 5, Ἀλκμὰν παρὰ Σχολ. Πινδ.˙ - θηλ., νὺξ δμήτειρα θεῶν, Ἰλ. Ξ.. 259. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui dompte, qui maîtrise.<br />'''Étymologie:''' [[δαμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A tamer, ἵππων h.Hom.22.5, cf. Alcm.9: fem., νὺξ δμήτειρα θεῶν Il.14.259.
German (Pape)
[Seite 650] ῆρος, ὁ, Bezwinger, Bändiger; H. h. 21, 5; Alcm. bei Schol. Pind.
Greek (Liddell-Scott)
δμητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ δαμαστής, ἵππων Ὕμν. Ὁμ. 21. 5, Ἀλκμὰν παρὰ Σχολ. Πινδ.˙ - θηλ., νὺξ δμήτειρα θεῶν, Ἰλ. Ξ.. 259.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui dompte, qui maîtrise.
Étymologie: δαμάω.