δυσπαραίτητος: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπαραίτητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συγκινήσῃ τις διὰ παρακλήσεων, [[ἀδυσώπητος]], φρένες Αἰσχύλ. Πρ. 34· [[ὀργή]] Πολύβ. 31. 7, 13· ἐπὶ προσώπου, Πλούτ. Κατ. Νεωτ. 1. | |lstext='''δυσπαραίτητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συγκινήσῃ τις διὰ παρακλήσεων, [[ἀδυσώπητος]], φρένες Αἰσχύλ. Πρ. 34· [[ὀργή]] Πολύβ. 31. 7, 13· ἐπὶ προσώπου, Πλούτ. Κατ. Νεωτ. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inexorable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, παραιτέω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to move by prayer, inexorable, φρένες A. Pr.34; ὀργή Plb.30.31.13; of a person, Plu.Cat.Mi.1. 2 difficult to refuse, Id.2.531d, 602f.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu erbitten, zu beschwichtigen; φρένες Aesch. Prom. 34; όργή Pol. 31, 7, 13; von Personen, Plut. Cat. min. 1.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαραίτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συγκινήσῃ τις διὰ παρακλήσεων, ἀδυσώπητος, φρένες Αἰσχύλ. Πρ. 34· ὀργή Πολύβ. 31. 7, 13· ἐπὶ προσώπου, Πλούτ. Κατ. Νεωτ. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexorable.
Étymologie: δυσ-, παραιτέω.