δωροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δωροφόρος''': -ον, φέρων δῶρα, Πίνδ. Π. 5. 116· ὑποτελεῖς φόρου, ὡς οἱ Μαριανδυνοὶ ἐκαλοῦντο ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἡρακλεώτας, Εὐφορ. Ἀποσπ. 73· δ. καρπῶν Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 15.
|lstext='''δωροφόρος''': -ον, φέρων δῶρα, Πίνδ. Π. 5. 116· ὑποτελεῖς φόρου, ὡς οἱ Μαριανδυνοὶ ἐκαλοῦντο ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἡρακλεώτας, Εὐφορ. Ἀποσπ. 73· δ. καρπῶν Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui apporte des présents ; <i>particul.</i> tributaire.<br />'''Étymologie:''' [[δῶρον]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροφόρος Medium diacritics: δωροφόρος Low diacritics: δωροφόρος Capitals: ΔΩΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dōrophóros Transliteration B: dōrophoros Transliteration C: doroforos Beta Code: dwrofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bringing presents, Pi.P.5.86, f.l. in Epigr. ap. Ath.5.209e (Archimelos); tributary, Euph.78.

German (Pape)

[Seite 696] Geschenke darbringend, Pind. P. 5, 86; zinsbar, Euphor. bei Ath. VI, 263 d; καρπῶν Archimel. 1 (App. 15).

Greek (Liddell-Scott)

δωροφόρος: -ον, φέρων δῶρα, Πίνδ. Π. 5. 116· ὑποτελεῖς φόρου, ὡς οἱ Μαριανδυνοὶ ἐκαλοῦντο ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἡρακλεώτας, Εὐφορ. Ἀποσπ. 73· δ. καρπῶν Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte des présents ; particul. tributaire.
Étymologie: δῶρον, φέρω.