δυσφάνταστος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσφάνταστος''': -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, [[δύναμις]], ἀντίθ. εὐφάνταστος, [[εὐφαντασίωτος]]. Πλούτ. 2. 432C. | |lstext='''δυσφάνταστος''': -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, [[δύναμις]], ἀντίθ. εὐφάνταστος, [[εὐφαντασίωτος]]. Πλούτ. 2. 432C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se représente difficilement les objets.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, φαντάζομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to imagine, Plu.2.432c.
German (Pape)
[Seite 689] das Bild von etwas schwer aufnehmend, δύναμις δυσφ. καὶ ἀμυδρός Plut. def. orac. 40.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφάνταστος: -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, δύναμις, ἀντίθ. εὐφάνταστος, εὐφαντασίωτος. Πλούτ. 2. 432C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se représente difficilement les objets.
Étymologie: δυσ-, φαντάζομαι.