δυσπρόσοπτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπρόσοπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσβλέψῃ τις, [[κάρα]] τὸ δ. Σοφ. Ο. Κ. 286· ὀνείρατα ὁ αὐτ. Ἠλ. 460. ― Ὁ Nauck προτιμᾷ δυσπρόσωπον.
|lstext='''δυσπρόσοπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσβλέψῃ τις, [[κάρα]] τὸ δ. Σοφ. Ο. Κ. 286· ὀνείρατα ὁ αὐτ. Ἠλ. 460. ― Ὁ Nauck προτιμᾷ δυσπρόσωπον.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> horrible à voir;<br /><b>2</b> terrible à voir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσόψομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσοπτος Medium diacritics: δυσπρόσοπτος Low diacritics: δυσπρόσοπτος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΠΤΟΣ
Transliteration A: dysprósoptos Transliteration B: dysprosoptos Transliteration C: dysprosoptos Beta Code: duspro/soptos

English (LSJ)

ον,

   A hard to look on, horrid to behold, κάρα τὸ δ. ib.286; ὀνείρατα Id.El.460; ὄψις καὶ κίνησις Plu.Aem.12. Adv. -τως Agatharch.26.

German (Pape)

[Seite 688] schwer anzusehen; όνείρατα Soph. El. 452, deren Anblick Unglück bedeutet; καὶ ἔκφυλος ὄψις Plut. Aemil. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσβλέψῃ τις, κάρα τὸ δ. Σοφ. Ο. Κ. 286· ὀνείρατα ὁ αὐτ. Ἠλ. 460. ― Ὁ Nauck προτιμᾷ δυσπρόσωπον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 horrible à voir;
2 terrible à voir.
Étymologie: δυσ-, προσόψομαι.