δυσμαχέω: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσμᾰχέω''': [[μάχομαι]] ματαίως [[ἐναντίον]] [[ἑνός]], ἢ [[μάχομαι]] ἀνίερον μάχην, [[πρός]] τινα, θεοῖσι δυσμαχοῦντες Σοφ. Τρ. 492· οὕτω ῥημ. ἐπίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει τις νὰ πολεμήσῃ ἀπελπιστικῶς [[πρός]] τινα, ἀνάγκῃ δ’ [[οὐχί]] δ. ὁ αὐτ. Ἀντ. 1106. ΙΙ. [[μάχομαι]] ἀπελπιστικῶς, Πλούτ. 2. 371Α. | |lstext='''δυσμᾰχέω''': [[μάχομαι]] ματαίως [[ἐναντίον]] [[ἑνός]], ἢ [[μάχομαι]] ἀνίερον μάχην, [[πρός]] τινα, θεοῖσι δυσμαχοῦντες Σοφ. Τρ. 492· οὕτω ῥημ. ἐπίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει τις νὰ πολεμήσῃ ἀπελπιστικῶς [[πρός]] τινα, ἀνάγκῃ δ’ [[οὐχί]] δ. ὁ αὐτ. Ἀντ. 1106. ΙΙ. [[μάχομαι]] ἀπελπιστικῶς, Πλούτ. 2. 371Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />soutenir une lutte impie <i>ou</i> désespérée.<br />'''Étymologie:''' [[δύσμαχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A fight in vain against or fight an unholy fight with, θεοῖσι δυσμαχοῦντες S.Tr.492; πρὸς τὴν βελτίονα [δύναμιν] Plu.2.371a: abs., fight desperately, ib.661c.
German (Pape)
[Seite 683] 1) unglücklich od. gottlos widerstreiten, θεοῖς Soph. Tr. 492. – 2) heftig gegenkämpfen; ἀνάγκῃ οὐχὶ δυσμαχητέον Soph. Ant. 1093; Plut. Sympos. 4, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμᾰχέω: μάχομαι ματαίως ἐναντίον ἑνός, ἢ μάχομαι ἀνίερον μάχην, πρός τινα, θεοῖσι δυσμαχοῦντες Σοφ. Τρ. 492· οὕτω ῥημ. ἐπίθ. δυσμᾰχητέον, πρέπει τις νὰ πολεμήσῃ ἀπελπιστικῶς πρός τινα, ἀνάγκῃ δ’ οὐχί δ. ὁ αὐτ. Ἀντ. 1106. ΙΙ. μάχομαι ἀπελπιστικῶς, Πλούτ. 2. 371Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
soutenir une lutte impie ou désespérée.
Étymologie: δύσμαχος.