ἐατέος: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐᾱτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐάω, ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐπιτρέψῃ τις, Εὐρ. Φοίν. 1210· μετ’ ἀπαρεμφ., [[ἐατέος]] ἐστὶ φεύγειν Ἡρόδ. 8. 109. 2) ἐατέον, [[ἐπιτρεπτέον]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 173, Πλάτ. Γοργ. 512Ε. ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐγκαταλίπῃ τις, Εὐρ. Ἑλ. 905 (ἐν ἀμφιβ. στίχῳ). 2) ἐατέον τὴν πόλιν τῆς κατοικίσεως, πρέπει νὰ τὴν ἀφήσωμεν εἰς ἑαυτὴν ὡς πρὸς τὸ [[ζήτημα]] τῆς κατοικίσεως, Πλάτ. Νόμ. 969C. | |lstext='''ἐᾱτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐάω, ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐπιτρέψῃ τις, Εὐρ. Φοίν. 1210· μετ’ ἀπαρεμφ., [[ἐατέος]] ἐστὶ φεύγειν Ἡρόδ. 8. 109. 2) ἐατέον, [[ἐπιτρεπτέον]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 173, Πλάτ. Γοργ. 512Ε. ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐγκαταλίπῃ τις, Εὐρ. Ἑλ. 905 (ἐν ἀμφιβ. στίχῳ). 2) ἐατέον τὴν πόλιν τῆς κατοικίσεως, πρέπει νὰ τὴν ἀφήσωμεν εἰς ἑαυτὴν ὡς πρὸς τὸ [[ζήτημα]] τῆς κατοικίσεως, Πλάτ. Νόμ. 969C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qu’il faut permettre : [[ἐατέος]] φεύγειν HDT qu’il faut laisser fuir ; ἐατέον, il faut laisser <i>ou</i> permettre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, (ἐάω)
A to be suffered, E.Ph.1210: c. inf., ἐατέος ἐστὶ φεύγειν Hdt.8.108, cf. Pl.R.401b. 2 ἐατέον one must suffer, E.HF 173, etc. II to be let alone or given up, ἐ. ὁ πλοῦτος Id.Hel.905, cf. Ph.1.564. 2 τὴν πόλιν ἐατέον τῆς κατοικίσεως we must let it alone as to foundation, Pl.Lg.969c; one must dismiss from one's mind, Id.Grg.512e; one must omit, Str.2.5.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐᾱτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐάω, ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐπιτρέψῃ τις, Εὐρ. Φοίν. 1210· μετ’ ἀπαρεμφ., ἐατέος ἐστὶ φεύγειν Ἡρόδ. 8. 109. 2) ἐατέον, ἐπιτρεπτέον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 173, Πλάτ. Γοργ. 512Ε. ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐγκαταλίπῃ τις, Εὐρ. Ἑλ. 905 (ἐν ἀμφιβ. στίχῳ). 2) ἐατέον τὴν πόλιν τῆς κατοικίσεως, πρέπει νὰ τὴν ἀφήσωμεν εἰς ἑαυτὴν ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς κατοικίσεως, Πλάτ. Νόμ. 969C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut permettre : ἐατέος φεύγειν HDT qu’il faut laisser fuir ; ἐατέον, il faut laisser ou permettre.
Étymologie: adj. verb. de ἐάω.